Η πόλις, κατά τη διαδικασία συγκρότησής της, εισάγει την τραγωδία ως ένα κοινωνικό θεσμό, με την ίδρυση των τραγικών αγώνων. Μέσα στα όρια της πόλεως και σύμφωνα με τους ίδιους θεσμικούς κανόνες που ισχύουν για τις εκκλησίες ή τα δικαστήρια του δήμου, η πόλις θεσπίζει ένα θέαμα για όλους τους πολίτες, που διευθύνεται, παίζεται και κρίνεται από τους αρμόδιους εκπροσώπους τους.
Η τραγωδία, ενισχύοντας την έκφραση των συγκρούσεων ανάμεσα στις μυθικές και θρησκευτικές παραδόσεις και τις νέες μορφές νομικής και πολιτικής σκέψης, χρησιμοποιεί τους παλιούς αγροτικούς μύθους και τους μεταπλάθει σε θεατρική πράξη. Με τη δραματική μυθοπλασία, η τραγωδία θέτει προς εξέταση τα όρια που συγκροτούν την έννοια της δημοκρατικής πόλης.
Σε αντίθεση με το έπος και τη λυρική ποίηση, όπου η κατηγορία της πράξης δεν μορφοποιείται, η τραγωδία εμφανίζει τα μυθικά πρόσωπα να μιλούν και να δρουν μπροστά στους θεατές. Δεν παρουσιάζει, όμως, τις ίδιες τις πράξεις τους, οι οποίες συντελούνται σε ένα «άβατο». Οι ήρωες θα πρέπει να βγουν από το άβατο για να φανερώσουν τα αποτελέσματα των πράξεών τους, και να κριθούν γι’ αυτές από το σύνολο της πόλης, που αναπαριστά ο συλλογικός και ανώνυμος χορός. Η φανέρωση αυτή, η οποία προϋποθέτει τη διάβαση, ορίζεται και πραγματώνεται από το κατώφλι.
Το κατώφλι εισάγεται από την ίδια την τραγωδία, για να οριοθετήσει το μύθο και να διασπάσει τη συνέχεια ανάμεσα στον κόσμο του μύθου και τον κόσμο της πόλης. Αποτελεί το χωρικό εκείνο εργαλείο, το οποίο θα δώσει στο θεατή τη δυνατότητα της σύγκρισης ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, το έξω και το μέσα, το τώρα και το άλλοτε. Το κατώφλι εγκαθιδρύεται ως σύμβολο και ταυτόχρονα ως μεσολαβητής της μετάβασης.
Η υπόσταση του κατωφλιού δημιουργεί το αναγκαίο σκηνικό λεξιλόγιο που θα εκφράσει, μέσα στο χώρο της τραγωδίας, την αντιπαράθεση του προσώπου που παριστάνει τον ήρωα του μύθου (και δεν έχει σχεδόν κανένα κοινό σημείο με τη συνηθισμένη κατάσταση του πολίτη) με το χορό, ο οποίος αναπαριστά τον κόσμο της πόλης και βρίσκεται διαρκώς έξω από τον Οίκο του ήρωα.
Το κατώφλι του Οίκου αποτελεί τον ενδιάμεσο χώρο όπου οι δύο κόσμοι συναντιούνται και εξετάζονται, συγκρούονται και αλληλοεπηρεάζονται. Αποκτά, με αυτό τον τρόπο, ιδιαίτερη ένταση και πυκνότητα, τόσο σε σχέση με το χώρο και τα πρόσωπα, όσο και σε σχέση με τις έννοιες και τα ζητήματα που τίθενται εκεί προς εξέταση, αφού εμφανίζει όλες τις προβληματικές και θέτει τα πάντα υπό αμφισβήτηση.
Το κατώφλι γίνεται έτσι ένας πυκνωτής, που συγκεντρώνει όλα τα είδη ορίων που αφορούν στη σχέση του προσώπου με τους θεούς, με την πόλη, με τα άλλα πρόσωπα και τελικά με τον ίδιο τον εαυτό του. Η σχέση του με τα πρόσωπα που το διαβαίνουν ή στέκουν σε αυτό φωτίζει τόσο τα ίδια τα πρόσωπα όσο και τα ζητήματα που αφορούν στα όρια του δικαίου, της εξουσίας, της «βεβήλωσης» που συνεπάγεται η απόσπαση του ατόμου από το σύνολο.