Με γνώμονα την κοινωνικοοικονομική οργάνωση της πόλης του Βόλου και των παραμέτρων που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης αστικότητάς της, προσεγγίζεται ο βαθμός του συσχετισμού των τοπικών κοινωνικών ομάδων με την αρχιτεκτονική του Μοντέρνου κατά την περίοδο από τις αρχές δεκαετίας του ’30 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60 .
Η πόλη του Βόλου αποτέλεσε ένα αμιγώς αστικό κέντρο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η έντονη διαδικασία της αστικοποίησης υπήρξε φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς. Η ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία της πόλης, μέσω της εμπορικής και της βιομηχανικής δραστηριότητας, οδήγησε στην ανάδυση μιας δυναμικής ομάδας αστών. Η αστική τάξη ενισχυόταν και ενδυναμωνόταν διεκδικώντας παράλληλα ηγετική θέση στην κοινωνική ιεραρχία και στις τοπικές εξελίξεις. Ο οικονομικός και κοινωνικός δυναμισμός αντανακλάται στην πνευματική και πολιτισμική κίνηση και στο ενδιαφέρον για ζητήματα τέχνης, γραμμάτων και παιδείας. Η ανήσυχη αστική τάξη βρίσκεται σε επαφή με τις ευρύτερες τρέχουσες εξελίξεις καθιστώντας τον εαυτό της φορέα καινοτομίας και νεωτερικότητας.
Η αρχιτεκτονική επιστρατεύεται προκειμένου να εκφράσει την κοινωνική καταξίωση και τη διαφοροποίηση από προηγούμενες οικονομικές ολιγαρχίες μέσα από τη συγκρότηση μιας νέας ταυτότητας. Η κρατούσα αστική τάξη προσπαθεί να επιβάλλει πρότυπα, να προβάλλει τα ιδεώδη της και να συγχρονιστεί με το ευρύτερο γίγνεσθαι της πρωτοπορίας. Οι λόγοι αυτοί οδηγούν στην υιοθέτηση των νεωτερικών ρευμάτων και την επικράτηση του Μοντέρνου με την ταυτόχρονη απομάκρυνση από τα πρότυπα του ακαδημαϊσμού ή του ιστορισμού που χαρακτήριζαν την αρχιτεκτονική της προηγούμενης περιόδου. Γνωστοί αρχιτέκτονες μεταφέρουν στο Βόλο πρότυπα όπως αυτά διαμορφώνονται στην Ευρώπη ή/και την Αθήνα και εφαρμόζουν τις αρχές της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Η επίδραση άλλων ρευμάτων της περιόδου (art-déco, art-nouveau, ρεζιοναλισμός, ελληνικότητα), η επιβίωση του κλασικισμού (νεοκλασικισμού, εκλεκτισμού), καθώς και οι ιδιαίτερες προτιμήσεις αρχιτεκτόνων και ιδιοκτητών αποτελούν τους παράγοντες της υιοθέτησης των διαφορετικών εκδοχών του Μοντέρνου. Το εκάστοτε πνεύμα μπορεί να ενσωματώνει περισσότερο ή λιγότερο καινοτόμα στοιχεία ή να υποδηλώνει μεταβατικές διαδικασίες. Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, με δεδομένα τη φάση ύφεσης της πόλης και το πλαίσιο της ελεγχόμενης ανοικοδόμησης μετά τους σεισμούς του 1955, το Μοντέρνο επιβιώνει με τη μορφή του μεταπολεμικού μοντερνισμού μέσα από την αποδοχή του κυρίως στη δημόσια αρχιτεκτονική και αργότερα στην αρχιτεκτονική της πολυκατοικίας.
Η εργασία βασίζεται σε βιβλιογραφική έρευνα, έρευνα σε αρχεία και επιτόπια έρευνα. Επιχειρείται η καταγραφή της επώνυμης αρχιτεκτονικής παραγωγής του Μοντέρνου στο Βόλο που καλύπτει την περίοδο 1930-1970 με χρονικό μεταίχμιο τους σεισμούς του 1955. Η καταγραφή αφορά είτε υφιστάμενα ή κατεδαφισμένα κτήρια είτε ανεκτέλεστες μελέτες. Η κατηγοριοποίηση βασίζεται σε κριτήρια τυπολογικά (δημόσια κτήρια, κτήρια δημόσιων δραστηριότητων, κατοικία) και μορφολογικά (αμιγές μοντέρνο, art-déco–μοντέρνο, κλασικό μοντέρνο, παραδοσιακό μοντέρνο). Προσεγγίζονται ζητήματα τυπολογίας και μορφολογίας, καθώς και του ρόλου του αρχιτέκτονα αναφορικά με τα έργα και τους πελάτες του.