Η Ελλάδα έχει το ατυχές προνόμιο να βρίσκεται σε μια ενεργό τεκτονική περιοχή στην οποία εκλύεται ετησίως σχεδόν το 50% της ενέργειας από τους σεισμούς που καταγράφονται στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Είναι συνεπώς επιτακτική ανάγκη η χρήση και εφαρμογή των σύγχρονων αντισεισμικών κανονισμών ώστε οι κατασκευές στην χώρα μας να διαθέτουν ικανοποιητική αντοχή και επαρκή πλαστιμότητα έναντι πιθανής ισχυρής σεισμικής δράσης. Οι τελευταίοι σεισμοί που έγιναν στον Ελληνικό χώρο έδειξαν ότι παρά τον αντισεισμικό σχεδιασμό που εφαρμόζεται, υπήρξαν πολλές καταστροφές. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι η σεισμική θωράκιση δεν είναι πάντα επαρκής για τις σύγχρονες κατασκευές, είτε ότι εφαρμόστηκαν λαθεμένες «αποφάσεις» τόσο στο σχεδιαστικό, όσο και στο κατασκευαστικό.
Στην χώρα μας ο αντισεισμικός σχεδιασμός των κατασκευών, οδηγεί σε διαστάσεις και οπλισμούς που καλύπτουν συνήθως τα περισσότερα κριτήρια λειτουργικότητάς τους για τα οιωνοί μόνιμα φορτία τους. Ωστόσο σε κατασκευές μεγάλου ανοίγματος και μεγάλου ύψους, εκτεθειμένες σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες ή δυσμενείς συνθήκες χρήσης, η λειτουργική επάρκεια και ανθεκτικότητα στον χρόνο δεν διασφαλίζονται αν δεν γίνουν σχολαστικοί έλεγχοι στο πλαίσιο των σύγχρονων κανονισμών.
Στο παρόν ερευνητικό πραγματοποιείται μία έρευνα σχετικά με την ανθεκτικότητα του σκυροδέματος, ως υλικό κατασκευών, στο χρόνο.
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται το σκυρόδεμα ως υλικό, τα συστατικά εκείνα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την παραγωγή του και τις ιδιότητες που φέρει. Ακόμα ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την ανθεκτικότητα του σκυροδέματος και με ποιο τρόπο το επιτυγχάνουν. Θα αναλυθούν οι κύριοι μηχανισμοί διάβρωσης του σκυροδέματος και θα δοθούν μέθοδοι με τους οποίους μπορεί ένας μηχανικός να εντοπίσει τη κάθε μορφή διάβρωσης. Τέλος, ανάλογα με τη μορφή της διάβρωσης και το στάδιο στο οποίο έχει προχωρήσει, δίνονται και τα ανάλογα μέτρα προστασίας για την αντιμετώπισή της.
Στο δεύτερο μέρος, πραγματοποιείται επιτόπια έρευνα σε κατασκευές-κτίρια της πόλης του Βόλου, με σκοπό την διαπίστωση της φθοράς τους από συγκεκριμένους διαβρωτικούς παράγοντες. Αρχικά δίνονται τα κύρια κλιματολογικά και σεισμολογικά χαρακτηριστικά της πόλης. Βασικό στοιχείο της έρευνας ήταν ο οπτικός έλεγχος που εφαρμόστηκε στα κτίρια. Τα κτίρια επιλέχθηκαν με βάση δύο κριτήρια, την απόστασή τους από την θάλασσα και την παλαιότητά τους, που αποτελούν τους κύριους διαβρωτικούς παράγοντες.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την όλη μελέτη της έρευνας που πραγματοποιήθηκε.