Η αρχή αυτής της έρευνας έγινε με αφορμή τον ίδιο μου τον εαυτό και τη διαπίστωση ότι έχω ανεπτυγμένη συλλεκτική εμμονή και δραστηριότητα (εφημερίδων, περιοδικών και αντικειμένων). Προσπαθώντας, ουσιαστικά, να κατανοήσω την δικιά μου ψυχοσύνθεση, τις βαθύτερες αιτίες και τη λειτουργία της προσωποποιημένης επιλογής, συλλογής και αποθήκευσης ευτελών κυρίως αντικειμένων, άρχισα να υποθέτω ότι πιθανόν να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που –ο καθένας για δικούς του λόγους - εφαρμόζει συλλεκτικές πρακτικές.
Μελετώντας, λοιπόν, καταρχάς αυτή την εμμονή και στη συνέχεια άλλα παραδείγματα ανθρώπων πραγματικών αλλά και μυθιστορηματικών χαρακτήρων, του παρελθόντος και του παρόντος, των εναλλακτικών τους μεθόδων ταξινόμησης, αποθήκευσης και αρχειοθέτησης, αλλά κυρίως της συλλεκτικής ιδιοσυγκρασίας του καθενός, επιχειρώ να αποδείξω ότι η συλλογή, το κάθε αντικείμενο ξεχωριστά με την απόκτηση και τη διατήρησή του, δημιουργεί μια ιδιαίτερη ηδονή (απόλαυση). Εμπεριέχει μία αξία προσωπική και ανεκτίμητη, κουβαλάει μέσα του ένα είδος μνήμης -μνήμης αυτών που υποκαθιστά-, μνήμης που κατορθώνει να έλκει με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλεί ταυτόχρονα οδύνη. Οδύνη γι’ αυτά που σε συνδέουν μαζί του, αλλά κυρίως για την αδιαμφισβήτητη αδυναμία να τα αποχωριστείς. Η σχέση μας με τα αντικείμενα που –συνήθως χωρίς ιδιαίτερο κριτήριο- συλλέγουμε, αλλά και η ίδια η ιδέα της συλλεκτικής πρακτικής είναι σχεδόν ψυχαναγκαστική και ενίοτε –όπως υποστηρίζει ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben- «παθολογική». Η εμμονή μας να τα επιλέξουμε, να τα μαζέψουμε, να τα «σώζουμε», να διαφυλάξουμε την άψυχη «ψυχή» τους, να τους προσφέρουμε διάρκεια και να τους δώσουμε τη δυνατότητα μελλοντικής ανάκλησης δημιουργεί αυτό το περίεργο δίπολο ηδονής- οδύνης. Η ιδέα του χρόνου σε συνδυασμό με την μνήμη, μας οδηγούν στο να κατοχυρώσουμε την «αφθαρσία» και τη διάρκεια τους. Είναι τα δικά μας «ντοκουμέντα ζωής», με την ύπαρξή τους υπάρχουμε, πλησιάζουμε το θάνατο, προσπαθούμε να συμφιλιωθούμε μαζί του και ίσως να τον υπερβούμε.
Μια τέτοια προσωπική παρατήρηση, μέσω εσωτερικών αναζητήσεων και επίπονων προσπαθειών, οδήγησε στην ανίχνευση βαθύτερων ψυχαναλυτικών διαδρομών και στην ανακάλυψη πως πολλά από τα χαρακτηριστικά της συλλεκτικής δραστηριότητας τα είχε ήδη περιγράψει και διαγνώσει, για τελείως διαφορετικούς λόγους, ο Φρόυντ αναπτύσσοντάς την θεωρία του για την «αρχή της ηδονής», το φετιχισμό, το πένθος και τη μελαγχολία.
Στόχος, επομένως, αυτής της έρευνας έγινε η μελέτη και η προσπάθεια απόδειξης της παραδοχής, ότι η θεωρία του Φρόυντ βρίσκει ανταπόκριση, σε πολλούς ανθρώπους που στην πάροδο του χρόνου εφαρμόζουν κάποιου είδους συλλεκτική πρακτική. Οι τυπολογίες συλλεκτών και συλλεκτικών πρακτικών που αναπτύσσονται στη συνέχεια αποσκοπούν σε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η ίδια η σύγχρονη τέχνη είναι συνδεδεμένη με τη συλλεκτική πρακτική και δεύτερον, ότι κάθε περίπτωση όσο διαφορετική κι αν είναι έχει ως κοινή βάση την «ψυχοσυνθετική οντότητα» του εκάστοτε συλλέκτη όπως αυτή περιγράφεται από τον Φρόυντ και τη θεωρία που ανέπτυξε το 1915. Με αφετηρία τα παραπάνω καταγράφονται στη συνέχεια ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις συλλεκτών που αναδύθηκαν μέσα από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε.