Η συγκεκριμένη εργασία επιδιώκει να ερμηνεύσει και να τεκμηριώσει την περιηγητική ματιά του ρομαντισμού για την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Η μακρινή εικόνα, από το κατάστρωμα του πλοίου, κατακλύζει τον περιηγητή με πλήθος συναισθημάτων. Προκαλεί την σαγήνη, τον ερωτισμό, την έκφραση των πιο βαθέων πόθων. Η εντύπωση της πόλης φαντάζει ονειρική μέσα στην γραφικότητα της.
Η χερσαία διαδρομή προς Θεσσαλονίκη παρουσιάζει περισσότερο ορθολογιστικές περιγραφές εξαιτίας των δυσκολιών που σχετίζονται με τις συνθήκες διαμονής, διαβίωσης και προστασίας της προσωπικής ζωής και της περιουσίας του περιηγητή.
Η πρώτη εσωτερική εντύπωση αποδίδεται με τέτοιον τρόπο ώστε αντιστρατεύεται την εσωτερική σαγήνη. Η μακρινή “ομορφιά” μετατρέπεται σε εσωτερική “ασχήμια”. Hεικόνα της πόλης φάσκει και αντιφάσκει. Αυτή η εναλλαγή συναισθημάτων δεν μας ξαφνιάζει. Όχι επειδή η απωθητική περιγραφή ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα αλλά γιατί ο ρομαντικός διαθέτει ευμετάβλητο ψυχισμό. Επηρεασμένος από τον διαφωτισμό χρησιμοποιεί τις ακραίες διπολικές καταστάσεις προκειμένου να εκφράσει τις συναισθηματικές του εξάρσεις.
Για τους περισσότερους, το ταξίδι στην Θεσσαλονίκη διαθέτει έναν σαφή σκοπό. Ο δυτικός επιδεικνύει την φιλομάθειά του για θέματα όπως η οικονομική κατάσταση της πόλης, η πολυμορφία του πληθυσμού της, τα λαογραφικά χαρακτηριστικά της, τα μνημεία της. Ο αρχικός σκοπός δεν θεωρείται απαραίτητα η αιτία. Είναι εξίσου πιθανόν να αποτελεί αφορμή για άλλου είδους «περιηγητική» δραστηριότητα, όπως κατασκοπεία, αρχαιοκαπηλία και γενικότερα διάφορες προσοδοφόρες τυχοδιωκτικές ενασχολήσεις.
Όσον αφορά τις απόπειρες «αρπαγής» μνημείων, αυτές υπήρξαν πολλές. Η αρχαιοκαπηλία αποτέλεσε επάγγελμα και απενοχοποιήθηκε με βάση μία δυτική επιχειρηματολογία περί προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς. Βεβαίως, υπήρξαν δυτικές φωνές οι οποίες αντιπαρέρχονταν τέτοιες συμπεριφορές αλλά αποτέλεσαν συγκριτική μειοψηφία σε ένα κλίμα που ευνοούσε, «χάριν φιλομάθειας» και φιλαργυρίας, αρχαιοκαπηλικές ενέργειες παντός τύπου.
Τέλος, η εικόνα της Θεσσαλονίκης που προκύπτει μέσω των αλλεπάλληλων διαθλάσεων του περιηγητικού βλέμματος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινή. Σε ορισμένες περιγραφές διαφαίνονται θραύσματα αλήθειας αλλά δεν αρκούν προκειμένου να τεκμηριωθεί η ιστορική πραγματικότητα της πόλης. Όσες φορές οι περιηγητές ισχυρίζονται πως ανακάλυψαν την μερική, ή ολική αλήθεια της προσθέτουν ένα ακόμα λιθαράκι στον μύθο της ανατολίτικης Θεσσαλονίκης.