Η παρούσα έρευνα συστήθηκε γύρω από μια προβληματική σχετικά με την εύρεση νέων τρόπων ανάγνωσης και νοηματοδότησης του καθημερινού χώρου. Βασικός στόχο αποτελεί η εύρεση ενός κώδικα, στηριγμένου στο ανθρώπινο σώμα, ο οποίος μέσα από πολλαπλές μορφές σύνταξης θα είναι ικανός να αποδίδει και να διαχειρίζεται την χωρική αντίληψη και εμπειρία των ανθρώπων. Ζητούμενο είναι αυτό το εργαλείο ανάγνωσης να μην προκύπτει σαν μια νέα μέθοδο αλλά να ανασυρθεί από ήδη υπάρχουσες ιδιότητες του σώματος.
Αφορμή αποτέλεσε η παρατήρηση του σώματος σε παράσταση που έδωσε η ομάδα χορού του «Μαύρου Θεάτρου» της Πράγας, και συγκεκριμένα σε χορογραφίες όπου το σώμα εμφανιζόταν σαν ένα σύνολο αποσπασμάτων, σε ένα μαύρο σκηνικό. Σε ένα, τέτοιο περιβάλλον, απαλλαγμένο από κάθε χωρική ιδιότητα, διαπιστώθηκε ότι τα ορατά τμήματα του σώματος λειτουργούσαν ως χωρικές «σταθερές», που διαρκώς επαναπροσδιορίζονταν, επιτρέποντας τη δημιουργία εναλλακτικών αναγνώσεων. Όρια, ύψη, βάθη, εκφρασμένα μέσα από τα σώματα των χορευτών-ηθοποιών μεταμορφώνονταν σε εύπλαστες παραμέτρους στην αντιληπτική ικανότητα των θεατών. Ο θεατής δεν παρέμενε παθητικός αναγνώστης αλλά, όντας φορέας ενσώματης γνώσης και μνήμης, αναγόταν σε ενεργό στέλεχος της παράστασης. Η βιωμένη εμπειρία του χώρου από τη μεριά των ηθοποιών, προσφερόταν σαν εργαλείο ανάγνωσης, και μετατρεπόταν σε προσωπική εμπειρία και αντίληψη για τον θεατή. Η συνολική αντίληψη για τον σκηνικό χώρο διαμορφώνεται μετά το τέλος της παράστασης, ως η σύνθεση όλων των αποσπασματικών σωματο-χωρικών γεγονότων και αντιλήψεων. Η ενοποίηση αυτή δεν έχει κάποια απτή χωρική σύσταση αλλά αποτελεί μια νοητή προσέγγιση και ανάγνωση.
Η συγκεκριμένη εμπειρία επιχειρήθηκε να χαρτογραφηθεί και να υλοποιηθεί μέσω αφαιρετικών αντιληπτικών σχημάτων. Οι δομές που προέκυψαν νοούνται ως δισδιάστατες, και εν δυνάμει, τρισδιάστατες απεικονίσεις της έμμεσα βιωμένης εμπειρίας και αποτελούν ένα είδος κώδικα επικοινωνίας και συνομιλίας σώματος και χώρου. Η καταγεγραμμένη αυτή εμπειρία αναπτύσσεται και μεταβάλλεται διαρκώς στη συνείδηση του θεατή, παροτρύνοντάς τον να αναθεωρεί τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και οργανώνει/ νοηματοδοτεί τους χώρους γύρω του.
Ο νέος αυτός τρόπος επικοινωνίας σώματος και χώρου ονομάζεται κώδικας αποσπασματικότητας και ορίζεται ως η διασύνδεση επί μέρους (χωρικών) αντιλήψεων, που διαμορφώνει ένα σύνολο χωρικών εννοιών επαναπροσδιορισμένων μέσω κατάλληλων σωματικών παραμέτρων.
Το νέο λεξιλόγιο αναζητείται στη συνέχεια στο πεδίο έκφρασης της ζωγραφικής σαν εναλλακτικός τρόπος ανάγνωσης των έργων, με στόχο την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων που θα παροτρύνουν την εφαρμογή του κώδικα αποσπασματικότητας σε διαφορετικά πεδία έκφρασης, και κυρίως στην αρχιτεκτονικής.
Η έρευνα θα ολοκληρωθεί με την ανάγνωση του εσωτερικού χώρου, του Εβραϊκού Μουσείου στο Βερολίνο, με όρους αποσπάσματος και αποσπασματικότητας.
Αφορμή για την ανάγνωση του Εβραϊκού Μουσείου αποτέλεσε η διαπίστωση ότι ο χώρος του κτιρίου δεν αποτυπώνεται στη μνήμη του επισκέπτη σαν μια σειρά συνεχόμενων χωρικών καταστάσεων αλλά σαν ένα σύνολο επιμέρους χωρικών στιγμιότυπων. Η φαινομενικά ασύνδετη αυτή χαοτική δομή βρίσκει τρόπους να συναρμολογείτε στη μνήμη του παρατηρητή –μετά το πέρας της επίσκεψής του- και τελικά να οργανώνεται ως μια απόλυτα ξεκάθαρη κίνηση. Αφού καταγράφηκαν τα σημεία εκείνα του χώρου που επιλέχθηκαν και αναδείχθηκαν ως αξιομνημόνευτα στη συνείδηση του επισκέπτη αναζητήθηκε το στοιχείο που αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς και σύνδεσης αυτών. Συνειδητοποιήθηκε ότι η αρχή κάθε ανάγνωσης, και κοινός τόπος συνάντησης όλων είναι το ανθρώπινο σώμα, ως έναυσμα παρατήρησης και νοηματοδότησης των χώρων και ως φορέας ενσώματης μνήμης και εμπειρίας.
Ανάγοντας την περιπλάνηση στο Εβραϊκό Μουσείο σε αφαιρετικά αντιληπτικά σχήματα δημιουργήθηκε ένα είδος γραφής που αναπαριστά και απεικονίζει τη σωματο-χωρική εμπειρία και αντίληψη. Ένας κώδικας επικοινωνίας σώματος και χώρου και ένα νέο λεξιλόγιο από την, ήδη υλοποιημένη γραφή του αρχιτέκτονα.
Ο κώδικας αυτός ωστόσο θυμίζει μια πρώιμη γραφή του αρχιτέκτονα, που εμφανίστηκε 15 χρόνια νωρίτερα στη σειρά σκίτσων του, τα Micromegas.
Πρόκειται για μια εκ των υστέρων συνάντηση των δύο λεξιλογίων η οποία, αν και εντελώς συμπτωματική, επαληθεύει την εφαρμογή του νέου κώδικα σε χώρους όπου το ανθρώπινο σώμα δεν εμπλέκεται άμεσα αλλά υπονοείται, μέσω διαφορετικών τρόπων έκφρασης.
Με την εφαρμογή του κώδικα αποσπασματικότητας και στο χώρο των Micromegasκλείνει ένας κύκλος αναζήτησης γύρω από την εύρεση ενός νέου τρόπου θεώρησης και αντίληψης του χώρου, βασισμένου στο ανθρώπινο σώμα. Ο κώδικας της «αποσπασματικότητας» μοιάζει να αποτελεί το εργαλείο ανάγνωσης, νοηματοδότησης και οργάνωσης χώρων που μπορεί να βρει αντίκρισμα σε περισσότερα από ένα πεδία έκφρασης, και φυσικά στην αρχιτεκτονική, όχι μόνο σε «ειδικού» τύπου κτίρια, αλλά ακόμα και στον καθημερινό χώρο.