Θέμα της ερευνητικής εργασίας είναι η ανάλυση της σχέσης της βιομηχανίας με τη πόλη, οι συνέπειες και επιδράσεις σε χωροτακτικό, περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο της βιομηχανικής ανάπτυξης στα αστικά κέντρα.
Η αντίφαση, της οικονομικής άνθησης με τα χωροτακτικά, περιβαλλοντικά, οικιστικά και κοινωνικά προβλήματα, που επιφέρει η βιομηχανική επανάσταση, αποτελεί αντικείμενο έρευνας της βιομηχανικής πόλης στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο τον 18ο αιώνα, αλλά και στον ελλαδικό χώρο, αργότερα, τον 19ο αιώνα. Πρώτα στην Αγγλία και μετά στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αλλάζει το πολεοδομικό σύστημα ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Οι πόλεις μεγαλώνουν με ταχύτατους ρυθμούς, λόγω της αύξησης του πληθυσμού και της μετατόπισης του ενεργού πληθυσμού από την ύπαιθρο σ΄ αυτές. Δημιουργούνται οι πρώτοι βιομηχανικοί οικισμοί για την εξασφάλιση στέγης του εργατικού δυναμικού των εργοστασίων και αργότερα οι πρώτες μορφές κηπούπολης και προαστείων.
Στην Ελλάδα η πολεοδομία ωριμάζει κάτω από τις πιέσεις στέγασης των προσφύγων και των παλιννοστούντων στο τέλος του 19ο αιώνα. Η διαδικασία εκβιομηχάνισης των πόλεων οδηγεί σε μεγαλύτερη αστικοποίηση κυρίως στον αθηναϊκό χώρο, επιδεινώνοντας τις συνθήκες στέγασης του αυξανόμενου εργατικού δυναμικού. Διαμορφώνονται συνοικίες εργατικές με έντονα τα στοιχεία της πυκνοκατοίκησης και του συνωστισμού και ανύπαρκτων έργων υποδομής και συνοικίες μεσοαστών και μεγαλοαστών. Αργότερα, και επαρχιακές πόλεις αποκτούν βιομηχανική δραστηριότητα με αποτέλεσμα την πληθυσμιακή τους αύξηση. Η Κοζάνη, μία από αυτές, αναπτύσσεται βιομηχανικά και οικονομικά με την εγκατάσταση των ατμοηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ, η λειτουργία των οποίων είναι εθνικής σημασίας. Μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού αναζητά κατοικία στην Κοζάνη και στην Πτολεμαΐδα ενώ μέρος του απορροφάται στους κοντινούς οικισμούς και σε οικισμούς που δημιούργησε η ίδια η ΔΕΗ.
Οι επεκτάσεις που εφαρμόζονται με το πολεοδομικό σχέδιο το 1985 στην πόλη της Κοζάνης αντιμετωπίζουν την μεγάλη ζήτηση σε διαμερίσματα προσιτά στους νέους κατοίκους, χωρίς όμως να ολοκληρωθούν τα έργα υποδομής (έργα ύδρευσης, αποχέτευσης, τηλεθέρμανσης, οδοποιίες, ασφαλτοστρώσεις, διαμορφώσεις κοινόχρηστων χώρων και χώρων πρασίνου, κ.α.) και τα απαιτούμενα κτίρια και εγκαταστάσεις κοινωφελούς χρήσης (εκκλησίες, σχολεία, αναψυχή, κ.α.), απαραίτητα για την βιωσιμότητα των περιοχών.
Στο πλαίσιο της οικιστικής αυτής ανάπτυξης, δημιουργείται από τον Δήμο Κοζάνης, η Ζώνη Ενεργού Πολεοδομίας (ΖΕΠ). Ο πρότυπος αυτός οικισμός αποτελεί ένα υπόδειγμα σύγχρονής πόλης - δορυφόρου, ένα αναπτυξιακό, διοικητικό, εμπορικό και τουριστικό κέντρο. Αυτό το μεγάλο εγχείρημα του Δήμου Κοζάνης γίνεται με αυτοχρηματοδότηση, βάσει υψηλών προδιαγραφών για τις υποδομές (υπογείωση όλων δικτύων, τηλεθέρμανση), τις παροχές (υπόγεια πάρκιγκ, χώροι πρασίνου, αναψυχής) και τις κατοικίες.
Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο της μετεγκατάστασης οικισμών, ως μεμονωμένο στον ελλαδικό χώρο. Οι μετεγκαταστάσεις εξυπηρετούν την λειτουργία των λιγνιτωρυχείων με γνώμονα την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων, παρέχοντας περιβαλλοντική, οικιστική αναβάθμιση και οικονομική εξασφάλιση. Αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο στον τρόπο που επηρεάζουν χωροτακτικά, πολεοδομικά και περιβαλλοντικά το τοπίο της ευρύτερης περιοχής. Οι παλιοί οικισμοί ερημώνουν, απαλλοτριώνονται από την ΔΕΗ για τις ανάγκες ανάπτυξης της αλλά και για πολιτικοοικονομικούς, κοινωνικούς και ανθρωποκεντρικούς λόγους.
Η ολοκληρωτική επιβολή των εγκαταστάσεων της ΔΕΗ στην κοινωνικοοικονομική δομή και στο περιβαλλοντικό και οικιστικό τοπίο της περιοχής, χρήζει προσοχής για την εξέλιξη και το μέλλον του τόπου. Είναι ανάγκη να αναθεωρηθεί και ο αστικός και ο περιαστικός χώρος της Κοζάνης, να αποκτήσει ένα στρατηγικό σχέδιο πολεοδομικής, χωροταξικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη της.