Στην εργασία αυτή γίνεται διερεύνηση της συνύπαρξης αρχαιολογικών ευρημάτων με σύγχρονες αρχιτεκτονικές κατασκευές στους χώρους που εντοπίστηκαν τα ευρήματα αυτά κατά τις εκσκαφές, εισάγοντας ορισμένα κριτήρια που σχετίζονται με την ανάδειξη των ευρημάτων και λαμβάνοντας υπόψη μία σειρά από παράγοντες ή παραμέτρους, που επηρεάζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τις κατά περίπτωση εφαρμοζόμενες αρχιτεκτονικές λύσεις.
Ως γνωστό, τα ευρήματα αυτά είναι μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας χώρας, ερχόμενα δε στο φως γίνονται μέρος της καθημερινότητας. Από την άλλη μεριά, η συνείδηση της ιστορικότητας της εθνικής ταυτότητας συνδέεται με τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και ειδικότερα, με τη διατήρηση και ανάδειξη των ιστορικών στοιχείων της πόλης και άρα των ανωτέρω αρχαιολογικών ευρημάτων. Άμεσα λοιπόν προκύπτει η ανάγκη, αφού διασωθούν τα ευρήματα, να λαμβάνονται υπόψη στο σύγχρονο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με στόχο την ανάδειξη και ένταξή τους, παίζοντας ενεργό ρόλο στο δομημένο περιβάλλον και διατηρώντας αυθεντικά και σε αρμονία τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Η ανάγκη αυτή παρατηρείται συχνά σε περιοχές πόλεων με αρχαιολογικό ενδιαφέρον εξαιτίας και των έντονων πιέσεων για οικιστική ανάπτυξη, ακόμα και σε περιοχές που η εκσκαφή είναι πιθανό να αποκαλύψει αρχαιολογικά ευρήματα.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της ανωτέρω διερεύνησης γίνεται μία σύντομη αναφορά ειδικά στην πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, εξετάζονται οι κυριότερες δράσεις, σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο για την προστασία και ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων καθώς και οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες συνύπαρξης παλαιού-νέου, γίνεται μία σύντομη αναφορά στο νομικό πλαίσιο, στις διαδικασίες και στις μεθόδους του ανασκαφικού έργου καθώς και στα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό των ευρημάτων, και ακόμη εξετάζονται ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, καθώς και τα διαφορετικά συμφέροντα ή κίνητρα μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, που επηρεάζουν τις αρχιτεκτονικές λύσεις. Προκειμένου να εξετασθούν οι τρόποι συνάντησης των αρχαιολογικών ευρημάτων με την αρχιτεκτονική γενικότερα, λαμβάνοντας υπόψη και τις κατασκευαστικές λύσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί, επελέγησαν προς επεξεργασία αντιπροσωπευτικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις συνύπαρξης αρχαιολογικών ευρημάτων και νέων κατασκευών από περιοχές τριών πόλεων (Αθήνα, Πειραιάς, Ελευσίνα) με πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα. Οι περιπτώσεις αυτές κατηγοριοποιήθηκαν με κριτήρια τη φυσική πρόσβαση, την οπτική αντίληψη και τη συμβολοποίηση, έγινε περιγραφή του αρχαιολογικού – ιστορικού μέρους των ευρημάτων, καταγράφηκαν χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, εξετάστηκαν οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις που έγιναν και, για κάθε περίπτωση ξεχωριστά, δημιουργήθηκε φωτογραφικό υλικό, σχεδιάστηκαν κατόψεις και τομές που λειτουργούν ως διαγράμματα κίνησης και διατυπώθηκαν επιμέρους σχόλια.
Τα συμπεράσματα που προέκυψαν καλύπτουν ευρεία περιοχή του θέματος και αφορούν μεταξύ των άλλων το αντιπροσωπευτικό δειγματικό υλικό και ειδικότερα το βαθμό ικανοποίησης από τις σχεδιαστικές λύσεις που εφαρμόσθηκαν, την προστασία και το βαθμό ανάδειξης των ευρημάτων, τη σύνδεσή τους με τη χρήση του κτιρίου, τις προδιαγραφές ορισμένων τεχνικών χαρακτηριστικών των λύσεων που εφαρμόσθηκαν και τις συνθήκες υπό τις οποίες βρίσκονται τα ευρήματα. Ακόμη αφορούν τη βελτίωση των διαδικασιών καθώς και την πιο αποδοτική συμμετοχή των αρμοδίων σε ολόκληρη την πορεία των έργων, από την αποκάλυψη των ευρημάτων μέχρι την υλοποίηση των αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων. Τέλος, τα συμπεράσματα αναφέρονται και σε προτάσεις σχετικά με μια σειρά από στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη σχεδίαση των αρχιτεκτονικών λύσεων, όπως η μεταφορά της πληροφορίας των ευρημάτων στο νέο κτίριο και ο τρόπος ένταξής τους σ΄ αυτό, η σύνθεση των κατασκευών, τα υλικά, οι χρωματισμοί, ο φωτισμός, ο εξαερισμός, οι συνθήκες του περιβάλλοντος, καθώς και η ανάγκη κηποτεχνικής διαμόρφωσης του χώρου στις περιπτώσεις που υπάρχουν οι προϋποθέσεις.