Στην καθημερινότητά μας ασυναίσθητα κάνουμε λεκτικές οπτικοποιήσεις του ήχου: οι αναφορές σε θαμπούς, σε λεπτούς, σε διαυγείς ή ακόμη και σε βρώμικους ήχους χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τι ακούγεται, από ανθρώπους ανεξάρτητα της μουσικής τους παιδείας . Αυτή η προσπάθεια για εύρεση αντιστοιχιών μεταξύ του οπτικού και του ηχητικού φάσματος οφείλεται στο φαινόμενο της συναισθησίας. Η συναισθησία είναι η κατάσταση κατά την οποία ένα ερέθισμα προκαλεί εκτός από την αντίστοιχη αίσθηση και κάποια άλλη, έτσι ώστε να βιώνει κανείς δύο ή και περισσότερα αισθήματα από μία και μόνη αιτία. Σε μία προσπάθεια απόδοσης αυτής της κατάστασης πολλοί άνθρωποι των τεχνών, στο παρελθόν, έχουν προσπαθήσει να συνδυάσουν οπτικά και ηχητικά ερεθίσματα, χρησιμοποιώντας το ένα σαν επεξήγηση του άλλου. Ο Αλεξάντερ Σκριάμπιν, o Μιχαήλ Ματιούσιν,o Σούμαν, ο Λιστ, ο Μπραμς και πολλοί άλλοι, κάνανε την παραπάνω διαδρομή είτε από την μία, είτε από την άλλη κατεύθυνση.
Κατά την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, ανήσυχα πνεύματα όπως ο Ιάννης Ξενάκης που έδρασε στην Ευρώπη και ο John Cage, στην Αμερική, έθεσαν τις βάσεις για χωρικές προσεγγίσεις μιας συναισθητικής μουσικής, που βρήκε πολυάριθμους συνεχιστές• από τον αναγνωρισμένο Brian Eno έως τους ανώνυμους techno παραγωγούς στο Detroit.
Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την συναισθητική προσέγγιση ήχου και εικόνας αποτελεί ο τρόπος της μουσικής γραφής που χρησιμοποείται. Ξεκινώντας από το 4000 π.Χ. , o άνθρωπος έχει χρησιμοποιήσει πολυάριθμους τρόπους για να αποδώσει γραπτά, τούς ήχους που αναπαράγει. Αυτοί που τάραξαν τα νερά στον τρόπο γραφής μιας μουσικής παρτιτούρας ήταν συνθέτες όπως ο Terry Riley, o La Monte Young, o Karlheinz Stockhausen, o Ιάννης Ξενάκης κ.α. οι οποίοι προσέθεσαν προσωπικές σημειώσεις ή σκίτσα, με αποτέλεσμα αυτές οι ιδιότυπες μέθοδοι να περιγραφούν με τον όρο «γραφική μουσική σήμανση».
Αντιμετωπίζοντας το τοπίο ως ένα σύνολο γραμμών γραφικής μουσικής σήμανσης επιχειρείται η υποκειμενική του μετάφρασή του σε ήχο .