Η ιστορία του Ρεθύμνου φαίνεται να ξεκινάει τον 3ο αιώνα π.χ. με πιθανότερη περιοχή κατοίκησης το λόφο του Παλιοκάστρου. Τον 5ο μ.Χ. αιώνα η περιοχή πιθανότατα ερημώνει ενώ ενδείξεις ζωής έχουμε ξανά κατά την δεύτερη Βυζαντινή περίοδο. Όταν κατάκτησαν την Κρήτη οι Ενετοί το 1229 ανάφεραν το Ρέθυμνο ως έναν μικρό οικισμό ενώ το 1307 ανάγεται στην Τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης. Ο αρχικός πυρήνας της εντοπίζεται γύρω από το λιμάνι ενώ λόγω του μικρού μεγέθους της εξαπλώνεται γρήγορα έξω από το Βυζαντινό τείχος. Το 1538 κατασκευάζεται το τείχος της πόλης ενώ το 1588 αποφασίζεται να μεταφερθεί η πόλη στον χώρο της Φορτέτσας, κάτι που δεν πραγματοποιείται. Το 1669 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την πόλη∙ τότε αρκετοί ανοικτοί χώροι της πόλης οικοδομήθηκαν. Μετά την απελευθέρωση της πόλης, στην περίοδο της αυτονομίας πολλά μεγάλα έργα για την εξυγίανση της πόλης πραγματοποιούνται.
Η επέκταση της παραλίας είναι μία από τις λίγες επεμβάσεις στον αστικό ιστό της πόλης που έγιναν μετά την Ενετοκρατία. Αντίθετα με την υπόλοιπη πόλη όπου ενετικά στοιχεία μπλέκονται με τούρκικα σε αυτήν την περιοχή δεν μπορεί να υπάρξει καμία τέτοια σύγχυση. Αυτό αποτελεί τον κύριο λόγο της επιλογής αυτής της περιοχής καθώς η περίοδος της Τουρκοκρατίας δεν έχει μελετηθεί. Το θέμα αυτό επιλέχθηκε με τελικό σκοπό την καταγραφή της σημερινής κατάστασης και τον εντοπισμό των χαρακτηριστικών στοιχείων της περιοχής. Στην αρχική της μορφή περιλάμβανε τρία επιμήκη οικοδομικά τετράγωνα ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα διανοίχτηκαν και τρεις επιπλέον κάθετοι δρόμοι. Λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών από την εποχή της Τουρκοκρατίας για τον προσδιορισμό της ακριβής χρονολογίας κατασκευής της η έρευνα προσανατολίστηκε στα λιγοστά σχέδια της εποχής, στις αναφορές τωνπεριηγητών, στα έγγραφα του Ιεροδικείου Ρεθύμνου (έχουν διασωθεί μόνο έγγραφα του 16ου και 17ου αιώνα) και τέλος στα αρχεία του υποθηκοφυλακείου Ρεθύμνου. Από τα παραπάνω καταλήξαμε ότι η επέκταση πραγματοποιήθηκε μετά το 1754 και πριν το 1834. Η σημερινή της μορφή αποτυπώνεται για πρώτη φορά στον τοπογραφικό χάρτη του G. Wilkisonτο 1850. Η περιοχή αυτή δεν κατοικήθηκε βάση εθνολογικών χαρακτηριστικών άλλα οικονομικών. Εκεί διέμεναν τα υψηλότερα στρώματα ενώ ο εσωτερικός δρόμος μετατράπηκε στον πιο εμπορικό δρόμο της πόλης.
Τα κτίρια της επέκτασης παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά ενώ παράλληλα τα οικοδομικά τετράγωνα είναι χωρισμένα σε ίσου πλάτους ιδιοκτησίες. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η περιοχή οικοδομήθηκε με οργανωμένο τρόπο ή λόγω της σύγχρονης κατασκευής των κτιρίων επικράτησε ένας τύπος κτιρίου. Το ισόγειο είχε εμπορική χρήση ενώ στον όροφο ήταν κατοικία, που περιλάμβανε δύο μεγάλες αίθουσες καθώς και μία ή δύο ζώνες δευτερευόντων χρήσεων οι οποίες οργανώνονταν γύρω από ένα διάδρομο ενώ για το φωτισμό ήταν απαραίτητος ένας φεγγίτης.
Στην περιοχή εντοπίστηκαν μέσα από παλιές φωτογραφίες 15 κιόσκια και δύο ξύλινοι τοίχοι, από τα οποία μεγάλο μέρος τους έχει καταστραφεί. Σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε κτίρια διαφόρων αρχιτεκτονικών ρευμάτων όπως εκλεκτιστικά, νεοκλασικά κ.τ.λ. Κύριο χαρακτηριστικό της όμως είναι τα κτίρια της αρχικής κατασκευής που τους έχει προστεθεί όροφος μεταγενέστερα.
Ύστερα από μελέτη του Α.Π.Θ. δημιουργήθηκαν στην πλευρά της παραλίας ξύλινα στέγαστρα που δημιούργησαν στην πραγματικότητα ένα νέο οικοδομικό τετράγωνο λόγω των αλλοιώσεων που υπέστησαν οι κατασκευές.