Με την προσάρτηση της ανατολικής Μακεδονίας αρχικά και της δυτικής Θράκης αργότερα, το ελληνικό επιτελείο στρατού κατανόησε την αδυναμία παράθεσης άμυνας σε περίπτωση αιφνιδιαστικής επίθεσης από τον βορρά. Η εδαφική διαμόρφωση της περιοχής -το μικρό βάθος του συγκεκριμένου τομέα- δυσκόλευε την παράθεση άμυνας. Έτσι αποφασίστηκε η κατασκευή οχυρώσεων στην ελληνο-βουλγαρική μεθόριο. Τα αρχικά έργα κατασκευάστηκαν την περίοδο 1913-1914 και για πολιτικούς λόγους παραδοθήκαν αμαχητί.
Μετά τον Α’ Π.Π. οι οχυρώσεις απέκτησαν μεγάλη σημασία, ακριβώς λόγω των απωλειών του Μεγάλου Πολέμου. Μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία και πολλές μικρότερες όπως το Βέλγιο , η Φινλανδία και η Ελλάδα άρχισαν να επαναπροσδιορίζουν το αμυντικό τους δόγμα δίνοντας μεγάλη βαρύτητα σε τέτοια έργα ανάσχεσης. Η Γαλλία κατασκευάζει την «γραμμή Maginot», το Βέλγιο το οχυρό του Εμπέν Εμαέλ , η Φινλανδία την «γραμμή Mannerheim» και η Ελλάδα την «γραμμή Μεταξά»
Η δεύτερη περίοδος κατασκευής του οχυρού διήρκεσε από το 1936 έως το 1941 και είχε πάλι ως αντικειμενικό στόχο την παράθεση άμυνας σε επίθεση από τον βορρά. Παρά την όσο το δυνατόν καλύτερη προπαρασκευή των αμυνομένων, η κύρια αμυντική προσπάθεια της Ελλάδας στο μέτωπο της Αλβανίας (με συνεπακόλουθη την απογύμνωση των υπόλοιπων αμυντικών τομέων) και η υπερκερωτική κίνηση των Γερμανών μέσω του Γιουγκοσλαβικού εδάφους ανάγκασαν τις φρουρές των οχυρών σε παράδοση μετά από ολιγοήμερο αλλά σκληρό αγώνα (6-10 Απριλίου 1941)
Τα οχυρά ξαναεντάσσονται στις αμυντικές διατάξεις της χώρας μετά την απελευθέρωση αλλά μετά από τρεις δεκαετίες χάνουν την σπουδαιότητά τους (τέλη της δεκαετίας του 1980). Παραμένουν ωστόσο στην δύναμη του ελληνικού στρατού σε ένα καθεστώς «μουσείων που ανήκουν στο ΓΕΣ». Σε αυτήν την κατάσταση τα συναντούμε σήμερα και διατυπώνουμε τις σκέψεις μας γύρω από αυτά.