Η εργασία μελετά μέσα από συγκεκριμένα έργα του αρχιτέκτονα LeCorbusier, τη σημασία που έχει η διαδικασία της ανόδου, στην αποκάλυψη της αρχιτεκτονικής του. Τονίζεται η έμφαση που δίνεται από τον αρχιτέκτονα στη χωρική οργάνωση και σκηνοθεσία ανοδικών ‘‘μονοπατιών’’ - προς τα κτήρια και διαμέσου αυτών - καθώς αναλύονται διεξοδικά τα διαφορετικά ποιοτικά στάδια των κατακόρυφων αυτών κινήσεων.
Η μελέτη ξεκινά με μια παρουσίαση των αρχιτεκτονικών και χωρικών εικόνων που ενέπνευσαν τον νεαρό LeCorbusier, όπως αυτές διαφαίνονται μέσα από τις προσωπικές του ταξιδιωτικές σημειώσεις στη διάρκεια του ταξιδιού στην Ανατολή το 1911. Αναλύονται οι αναβάσεις, όπως περιγράφονται κατά τις επισκέψεις του στο μοναστήρι στην Έμα της Φλωρεντίας, στο όρος του Άθω και στην άνοδο στην Ακρόπολη. Στη συνέχεια στοιχεία ανάβασης ανιχνεύονται στην μετέπειτα πορεία του αρχιτέκτονα, με ιδιαίτερη αναφορά στην αμφίδρομη σχέση ανάμεσα σε αρχιτεκτονική και τέχνη (κυρίως τη ζωγραφική) που διατρέχει το σύνολο του έργου του.
Η έρευνα επικεντρώνεται σε κτίσματα ιδιωτικών κατοικιών των πρώτων χρόνων της δημιουργίας του LeCorbusier, των δεκαετιών του 20 και του 30, και ολοκληρώνεται με μια εμπεριστατωμένη ανάλυση και εξέταση θρησκευτικών κτηρίων, με τα οποία ασχολήθηκε την τελευταία περίοδο της καριέρας του. Μέσα από τα τελευταία έργα μάλιστα μελετάται ιδιαίτερα η άνοδος σε σχέση με τη μεταφυσική και συμβολική διάσταση που της απέδιδε ο ίδιος. Από την έρευνα συμπεραίνεται ότι η συμβολική διάσταση της ανόδου, που επιτρέπει στον αρχιτέκτονα να ‘‘ανυψώσει’’ τα κτίσματά του στον πνευματικό κόσμο των ιδεών, κατέχει σημαντικότερο ρόλο στη δημιουργία του από την άνοδο ως σωματική εμπειρία.