Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η διερεύνηση των μηχανισμών που επιτρέπουν την εγκατάσταση περιθωριοποιημένων ομάδων, ατόμων και χρήσεων σε κεντρικές περιοχές των πόλεων, καθώς και οι ανοχές και αντιστάσεις των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων στην εγκατάσταση αυτή.
Η εργασία αναπτύσσεται σε δύο κύρια μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελεί μια θεωρητική διερεύνηση των εννοιών του “περιθωρίου” και του “κέντρου”, ως προς το οποίο ορίζεται το “περιθώριο”, του τρόπου δημιουργίας τους, των ορίων και των μεταξύ τους σχέσεων. Με εργαλεία τις έννοιες της “κοινότητας” και των “κοινωνικών δικτύων”, μελετάται η κατανομή περιθωριοποιημένων ομάδων ή ατόμων στον αστικό ιστό (κέντρο πόλης, συνοικίες, προάστια), και επικεντρώνεται στην περίπτωση της εγκατάστασής τους σε κεντρικές περιοχές της πόλης.
Στο δεύτερο μέρος, η θεωρητική διερεύνηση βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση κτιρίου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα από τα δυο κτίρια του ιστορικού συνόλου της Νέας Αγοράς επί της οδού Βασιλέως Ηρακλείου 35, το ισόγειο του οποίου αποτελεί τμήμα της ομώνυμης αγοράς. Οι χώροι των τριών ορόφων του χρησιμοποιούνται για κατοικία μεταναστών, νεαρών πλανόδιων μικροπωλητών με υπόνοιες για τοξικομανία και συνταξιούχων τεχνιτών, ενώ στεγάζονται και κάποια εργαστήρια και αποθήκες. Αρχικά, διερευνάται ο χαρακτήρας της ευρύτερης περιοχής του κτιρίου, όπως έχει διαμορφωθεί στο χρόνο, σε μια προσπάθεια κατανόησης των μηχανισμών που επέτρεψαν την υποβάθμιση του κτιρίου και την εγκατάσταση των περιθωριοποιημένων ατόμων στην κεντρική αυτή περιοχή της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, περιγράφονται οι χρήσεις του,τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των χρηστών του, και παρουσιάζονται τρία παραδείγματα κατοικιών. Τέλος, ερμηνεύεται η προσωρινή ανοχή της πόλης απέναντι στο κτίριο μέχρι την πρόταση ανέγερσης νέου κτιρίου και την αντικατάσταση ατόμων και χρήσεων.