Τα ξενοδοχεία του ’60 αποτελούν σημεία αναφοράς για την πορεία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Kατά την περίοδο ανασυγκρότησης της χώρας, μετά τη λήξη του Eμφυλίου, σημειώνεται πρόοδος στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας και του πολιτισμού. Παράλληλα, αρχίζει να προβάλλει η πρόκληση του τουρισμού ως κοινωνικού φαινομένου, ιδιαίτερα κερδοφόρου για την αναπτυσσόμενη οικονομία της χώρας .
Αρχικά περιγράφονται τα ξενοδοχεία μεγάλης κλίμακας όπως το Χίλτον και το Μοντ Παρνές, που κτίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ’50, κτίρια – σύμβολα της Ελλάδας που ανασυγκροτείται.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι προσπάθειες από πλευράς κρατικής πρωτοβουλίας με την ίδρυση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και την ανέγερση των «Ξενία». H αρχιτεκτονική των Ξενία συνδέθηκε με την προσωπικότητα και το έργο των δύο αρχιτεκτόνων που είχαν τη διεύθυνση των τεχνικών υπηρεσιών του EOT: του Χαράλαμπου Σφαέλλου (1950-1958) και του Άρη Κωνσταντινίδη (1958-1967). Ο Χ. Σφαέλλος ακολουθεί τη λογική του σεβασμού στο παραδοσιακό περιβάλλον, κτίζοντας ξενοδοχεία που έχουν μια διαλλεκτική σχέση με την τοπική παράδοση.
Τα «Ξενία» αποκτούν κοινή τυπολογία επί Α. Κωνσταντινίδη ο οποίος ακολουθεί μια σχεδιαστική γραμμή που στηρίζεται στις αρχές του προπολεμικού μοντερνισμού (μοντερνισμός κυρίαρχος πάνω σε υπάρχον κτισμένο περιβάλλον). Θέτει ως προτεραιότητα το σεβασμό στο ελληνικό τοπίο, οι ιδιαιτερότητες του οποίου επιβάλλουν την ειδική επιλογή και επεξεργασία των υλικών και των χρωμάτων.
Ο ρόλος της έννοιας της «ελληνικότητας» ερμηνεύεται διαφορετικά στα ξενοδοχεία μεγάλης κλίμακας (Χίλτον- Μοντ Παρνές) και στα κρατικά Ξενία.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον τομέα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με κύριο εκφραστή αυτής της τάσης τον N. Bαλσαμάκη, ενώ προσπάθεια καταβάλλεται για μια πιο λεπτομερή παρουσίαση όλων αυτών των τάσεων στην αρχιτεκτονικής των τουριστικών εγκαταστάσεων στον χώρο της Θεσσαλίας.
Το θέμα της διαχρονικότητας των ξενοδοχείων αυτών προβάλλει σήμερα ακόμη πιο σοβαρό, όταν γινόμαστε μάρτυρες είτε της σταδιακής κατεδάφισης αυτών των κτιρίων, είτε, χειρότερα, της αλλοίωσης της αρχιτεκτονικής τους φυσιογνωμίας.