Η είσοδος ενός δημοσίου κτηρίου αποτελεί αδιάσπαστο μέρος του, καθώς πρωταρχικός του ρόλος είναι η καθοδήγηση των επισκεπτών ως προς τη χρήσης του. Τόσο ως σημείο του κατωφλιού, αλλά όσο κι ως διευρυμένος χώρος εκφράζει μέσα από την πορεία προσέγγισης και μετάβασης, την ποιότητα και το βαθμό επικοινωνίας του κτηρίου με το δημόσιο χώρο.
Τα αρχέτυπα και οι τυπολογίες, τις οποίες η είσοδος ακολουθεί στο σχεδιασμό της μορφής της, μπορούν να περιγράψουν οπτικά τη μορφολογική της δομή. Ωστόσο, το σώμα, ως παράγοντας κίνησης, είναι εκείνος που θα δώσει την αισθητηριακή διάσταση της εμπειρίας του εισέρχεσθαι και θα ολοκληρώσει τη σημειολογική της ερμηνεία. Έτσι, αποκτούν σημασία η ορατότητα, η μετάβαση, το μονοπάτι και η πορεία που καθορίζουν την οργάνωση του χώρου της στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο.
Μέσα σε αυτή τη συνοχή του χώρου της εισόδου, το αισθητηριακό κομμάτι εκφράζεται μέσα από τα υλικά, που αποτελούν ένα δείκτη της ποιότητάς τους, αλλά και της σχέσης που αναπτύσσουν με τα αντικείμενα. Άλλωστε η ίδια η αρχιτεκτονική απορρέει από την εμπειρική γνώση και ως τέτοια θα πρέπει να ερμηνεύεται.
Με μια τέτοια υποκειμενική αντίληψη, η είσοδος ως σημείο μετάβασης από το δημόσιο στο ιδιωτικό και από το εξωτερικό στο εσωτερικό χώρο, αποκτά ένα κοινωνικό νόημα, που ενισχύεται από τη χρήση της. Εξάλλου, ο συμβολισμός εμπεριέχεται στο νόημα των πραγμάτων, το οποίο κατανοείται μέσα από την εμπειρία, είτε είναι καθαρά οπτική είτε κλιμακώνεται και στις υπόλοιπες αισθήσεις.