Η παρούσα διπλωματική εργασία ασχολείται με το σχεδιασμό ενός σχολικού συγκροτήματος στο Βόλο και συγκεκριμένα σε μια περιοχή αμιγούς κατοικίας που αποτελεί προέκταση του κέντρου της πόλης. Το οικόπεδο έχει έκταση 19,428 τ.μ. και φιλοξενεί σήμερα το Παγκύπριο Διδακτήριο που χτίστηκε το 1956, καθώς και ένα νηπιαγωγείο στο νότιο τμήμα του. Ωστόσο το οικόπεδο θεωρήθηκε γυμνό και διαθέσιμο, καθώς ο διαχωρισμός του σε δύο τμήματα και η ογκώδης αρχιτεκτονική του υπάρχοντος κτιρίου δε συμβάδιζαν με τους στόχους της πρότασης. Αρχική επιδίωξή μας ήταν, λοιπόν, η αντιμετώπιση του οικοπέδου συνολικά και η δημιουργία ενός κτιριακού συγκροτήματος που θα αξιοποιεί όσο το δυνατόν καλύτερα τα όρια και την έκταση του εδάφους και θα λειτουργεί με αυτό σαν ένας οργανισμός. Δεύτερος στόχος μας ήταν η δημιουργία ενός σχολείου που να απευθύνεται σε όλη την κοινότητα (κοινοτικό σχολείο), χάρη στην ύπαρξη βιβλιοθήκης, θεάτρου, κολυμβητηρίου, κέντρου Η/Υ. Για τους λόγους αυτούς επιλέχθηκε η λύση του σχολείου - χωριού (campus), που αποτελεί μικρογραφία της πόλης και αναπτύσσεται στο οικόπεδο με βάση τις χαράξεις του αστικού τοπίου περιμετρικά. Τα κτίρια που συγκροτούν τη μικρόπολη αυτή, ενοποιούνται χάρη σε ένα ενιαίο στέγαστρο που αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη του εδάφους στα +9,5 μέτρα (πολλαπλά επίπεδα). Επιπλέον, ήταν επιθυμητός ο διαχωρισμός των καθαρά σχολικών λειτουργιών (αίθουσες διδασκαλίας) από αυτές που θα απευθύνονταν σε όλα τα μέλη της κοινότητας. Έτσι οι κοινόχρηστες λειτουργίες τοποθετήθηκαν στα ισόγεια κτίσματα και οι καθαρά σχολικές στους ορόφους. Ο διαχωρισμός είναι εμφανής χάρη σε δύο διαφορετικά λεξιλόγια που υπαγορεύουν την οργάνωση, από τη μία των ισογείων (που οργανώνονται περιμετρικά του οικοπέδου αξιοποιώντας τα όρια) και από την άλλη των ορόφων (που αναπτύσσονται πάνω σε ένα νοητό υπό-σύστημα δρόμων που προέκυψε από τις χαράξεις του οδικού δικτύου περιμετρικά). Η διαφοροποίηση των δύο επιπέδων τονίζεται και με τη χρήση διαφορετικών υλικών (εμφανές σκυρόδεμα για τα ισόγεια κτίσματα, μέταλλο για τους ορόφους), για να δημιουργηθούν, τελικά, δύο όμοια, όσο και διαφορετικά συστήματα (έδαφος - ισόγεια, στέγαστρο - όροφοι), που αγγίζονται, χωρίς ωστόσο να συνδέονται.