Ο Βόλος είναι μια πόλη με πληθυσμό 125.000 περίπου κατοίκους και αποτελεί έδρα 12 τμημάτων του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, έχοντας έτσι χιλιάδες φοιτητές διαφορετικών επιστημονικών κλάδων. Παρόλα αυτά στην πόλη δεν υπάρχει ένα μεγάλο συνεδριακό κέντρο για την πραγματοποίηση επιστημονικών συνεδρίων, διαλέξεων και παρουσιάσεων. Τέτοιες εκδηλώσεις φιλοξενούνται σε αίθουσες ξενοδοχείων, στα μικρής χωρητικότητας αμφιθέατρα των πανεπιστημίων, ή στο κτίριο Σπίρερ. Το Δημοτικό Θέατρο, το οποίο διαθέτει μια αίθουσα κατάλληλη για τέτοια γεγονότα, χρησιμοποιείται συχνά από τον Καλλιτεχνικό Οργανισμό Δήμου Βόλου (Κ.Ο.Δ.Β.) για την πραγματοποίηση συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων και άλλων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.
Για τον λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία ενός μεγάλου και σύγχρονου συνεδριακού κέντρου στην πόλη του Βόλου, το οποίο θα μπορεί να φιλοξενήσει επιστημονικά συνέδρια, παρουσιάσεις και εκθέσεις, καλύπτοντας τις ανάγκες όχι μόνο της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής.
Το οικόπεδο μελέτης βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου της Γορίτσας, στα όρια της πόλης. Είναι πάνω στην κεντρική οδική αρτηρία Βόλου-Αργαλαστής (προέκταση της οδού Πολυμέρη) που αποτελεί μια από τις εισόδους της πόλης και ενώνει το Βόλο με την περιοχή της Αγριάς και τα χωριά του Πηλίου. Ανήκει στο παραλιακό μέτωπο της πόλης και έχει θέα προς τη θάλασσα. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια στην περιοχή λειτουργούσε λατομείο, γεγονός που εξηγεί και τη σημερινή όψη της τοποθεσίας.
Ο σχεδιασμός του κτιρίου βασίστηκε μορφολογικά στην εικόνα του λατομείου σε μια προσπάθεια αλληλεπίδρασης της κατασκευής με το τοπίο μέσα από την αναφορά στην προηγούμενη χρήση της συγκεκριμένης περιοχής.
Κάτω από το κυρίως κτίριο σχεδιάστηκε χώρος στάθμευσης με υπόγειο και ισόγειο τμήμα, ο οποίος λειτουργεί ως βάθρο δημιουργώντας στην οροφή του μια υπερυψωμένη πλατεία. Ανάμεσα τους έχει τοποθετηθεί σε εσοχή ο μηχανολογικός όροφος για το διαχωρισμό των δύο όγκων. Ο όροφος αυτός διακόπτεται σε κάποιο τμήμα του, επιτρέποντας έτσι την επικοινωνία της πλατείας με έναν υπαίθριο χώρο που δημιουργείται ανάμεσα στο κτίριο και το λόφο.
Η είσοδος των οχημάτων γίνεται είτε από το υπόγειο είτε από το ισόγειο τμήμα του χώρου στάθμευσης, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με μία ράμπα, ενώ η είσοδος των πεζών γίνεται μέσω σκάλας από τον πρώτο όροφο. Ο επισκέπτης κατευθύνεται έτσι στο foyer του αμφιθεάτρου και στη συνέχεια συναντάει τα εσωτερικά κλιμακοστάσια και τις αίθουσες συνεδριάσεων, τα οποία έχουν σχεδιαστεί σαν «αιωρούμενοι» πυρήνες μέσα στο χώρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι πυρήνες αυτοί εφάπτονται στο εξωτερικό κέλυφος, ώστε να εξασφαλίζεται ο απαραίτητος φυσικός φωτισμός. Ανάμεσα τους δημιουργούνται χώροι στους οποίους μπορούν να φιλοξενηθούν μόνιμες ή περιοδικές εκθέσεις. Στον τελευταίο όροφο έχουν τοποθετηθεί τα γραφεία διοίκησης, μια αίθουσα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το εστιατόριο, με τρόπο ώστε να εκμεταλλεύονται τη θέα προς τη θάλασσα και την πόλη.
Το εμφανές σκυρόδεμα επιλέχθηκε ως κύριο υλικό για το σύνολο της κατασκευής, με στόχο να δοθεί η αίσθηση της αστάθειας και της μεταβλητότητας που χαρακτηρίζει ένα λατομείο. Ο διαχωρισμός των όγκων τονίζεται με τα διαφορετικά μοτίβα που δημιουργούνται από το εκάστοτε καλούπι. Η μπρουταλιστική αυτή αισθητική εντείνεται ακόμα περισσότερο με τη χρήση γκρίζων μεταλλικών κουφωμάτων και περσίδων στην μπροστινή όψη της κατασκευής. Στο δάπεδο της πλατείας εκτός από σκυρόδεμα, που σε ορισμένα τμήματα είναι χρωματισμένο λευκό, συνυπάρχουν χαλίκια καθώς και κόκκινη και άσπρη πέτρα από την περιοχή. Ο κατακερματισμός της επιφάνειας γίνεται τέλος εντονότερος με την παρουσία του νερού. Στον πίσω υπαίθριο χώρο συνυπάρχουν γρασίδι, πέτρα, μπετόν και νερό.