Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται την κατασκευή μονάδας κατοίκησης σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες. Έτσι, επιλέγεται η περιοχή της Ανταρκτικής, όντας η ξηρότερη και ψυχρότερη έρημος. Βέβαια, πέρα από το αφιλόξενο περιβάλλον της όσον αφορά τα κλιματολογικά δεδομένα, το συγκεκριμένο μέρος αποτελεί και κύριο «ομοιοστατικό μηχανισμό» του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος, συμβάλλοντας καίρια στην ισορροπία των οικοσυστημάτων. Ωστόσο, με την άνοδο εκπομπής του αερίου CO2 τις τελευταίες δεκαετίες, εμποδίζεται αυτός ο μηχανισμός της Ανταρκτικής, προξενώντας μια σειρά ζητημάτων στο περιβάλλον. Τη μελέτη των ρυθμιστικών παραγόντων, έχουν αναλάβει εδώ και χρόνια ερευνητικοί σταθμοί στη συγκεκριμένη περιοχή. Μετά από σχετική εξέταση αυτών, κυρίως ως προς τα δομικά χαρακτηριστικά και το κτιριολογικό πρόγραμμα, προέκυψαν στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιώ ως εργαλεία για τη διπλωματική εργασία. Κύρια συνθετική αρχή αποτελεί το νερό και οι αλλαγές στη φυσική του κατάσταση. Έτσι, από το επίπεδο του ισογείου, στο οποίο πραγματοποιείται η αποθήκευση του πάγου, φτάνει κάποιος στον πρώτο όροφο, όπου είναι τοποθετημένη δεξαμενή νερού, προκύπτοντας έτσι το φαινομενο της τήξης. Στη συνέχεια, στον δεύτερο όροφο, ενσωνατώνεται στο κτιριολογικό πρόγραμμα της πρότασης η σάουνα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, παρατηρείται το φαινόμενο της εξάτμισης. Επιπροσθέτως, λόγω της έλλειψης τόσο βλάστησης όσο και φρέσκων τροφίμων, επιλέγεται η υιοθέτηση κάθετων υδροπονικών καλλιεργειών, με χρήση των αποβλήτων της δεξαμενής του νερού, στο οποίο ευδοκιμούν ψάρια. Η κύρια κυκλική κυκλοφορία στο κτίριο καθιστά εύκολη την έξοδο από τον ερευνητικό σταθμό σε περίπτωση πυρκαγιάς. Επιπλέον, η χρήση μιας πληθώρας ενεργειακών συστημάτων και θερμομονωτικών υλικών, εξυπηρετεί στην περαιτέρω θωράκιση του κτιρίου από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και η ειδική κατασκευή ανοιγμάτων, τα οποία απορροφούν CO2 για παραγωγή ενέργειας, λειτουργώντας έτσι με διττό ρόλο.