Ο χώρος μας διαφέρει από τον χώρο γενικά, το δωμάτιο, το αντίσκηνο, το κοινόβιο. Χαρακτηρίζεται και οργανώνεται βάσει των καθημερινών μας κινήσεων ,συνηθειών και αναγκών, « κουβαλά » το δικό μας στίγμα .Ιδίως όταν πρόκειται για έναν προσωρινό χώρο φιλοξενίας κατά τη διαδικασία μίας βίαιης μετεγκατάστασης, οφείλει στο όποιο χρονικό διάστημα μας περικλείει, να μας ανήκει.
Η εργασία έχει ως αντικείμενο μελέτης την καταγραφή και μελέτη των τριών εν ενεργεία προσφυγικών δομών φιλοξενίας στην Ήπειρο, με τις δύο δομές φιλοξενίας στον Κατσικά και τη Φιλιππιάδα να ιδρύονται με τη συμβολή του κράτους και διάφορων ΜΚΟ και το συγκρότημα της πρώην παιδόπολης «Αγία Ελένη» του Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Συγκεκριμένα, ερευνώνται από την αρχή λειτουργίας τους, από το 2017 έως και σήμερα ,ως προς την αρχιτεκτονική της στέγασης στο εσωτερικό, την πολεοδομία της ευρύτερης περιοχής στην οποία εντάσσονται, καθώς και της περίφραξης που διαχωρίζει αυτούς τους δύο κόσμους, διερευνώντας παράλληλα την μεταξύ τους αλληλεπίδραση .
Ύστερα από επιτόπια έρευνα και έχοντας γνώση όλων των αντικειμενικών δεδομένων, η έρευνα εμπλουτίζεται με προσωπικές καταγραφές οικειοποίησης του χώρου διαμονής μέσω αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων, ενώ επιπρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες λειτουργίας και την μονιμοποίηση του προσωρινού τόπου μέσω συμμετοχικών πρακτικών, αντλούνται από συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν σε εργαζόμενους των δομών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι δομές τείνουν να υιοθετήσουν τον χαρακτήρα μίας πόλης ,με χαρακτηριστικό γνώρισμα την ομοιομορφία και την επάρκεια απαραίτητων υποδομών, γεγονός που επιτρέπει τον μεγαλύτερο έλεγχο κατά την είσοδο, την παραμονή αλλά και την έξοδο των διαμενόντων. Η απουσία του προσωπικού στοιχείου και η μη παροχή κατάλληλων υλικών για την εκάστοτε επιθυμητή παρέμβαση αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα των « νέων » δομών του κράτους, όπου σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των κανονισμών στο εσωτερικό τους τείνουν να λειτουργούν σαν απομιμήσεις μικρών οικισμών, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Με άλλα λόγια, η αρχιτεκτονική μιμείται την επίσημη προσφυγική πολιτική: πρόκειται για αρχιτεκτονική πρόληψης και όχι ένταξης.