Η πόλη αποτελεί ένα πεδίο συνεχών αλλαγών. Τα οικονομικά δεδομένα, οι καθημερινές πρακτικές και οι κοινωνικές συνθήκες, διαμορφώνουν δυναμικά αστικά περιβάλλοντα, που βρίσκονται σε μία συνεχή διαδικασία μετασχηματισμού.
Σε αυτή την μεταβαλλόμενη συνθήκη, ένα από τα στοιχεία που μοιάζει να μένει σταθερό στην αστική πραγματικότητα των ελληνικών πόλεων, είναι αυτό της πολυκατοικίας. Από την εμφάνιση του μέχρι και σήμερα, το μοντέλο της πολυκατοικίας αποτελεί τον βασικό πυρήνα κατοίκησης, το οποίο με μικρές παραλλαγές, επαναλαμβάνεται και διαμορφώνει το μοτίβο του αστικού ιστού.
Η πόλη της Αθήνας, αναδεικνύεται ως ο κύριος εκπρόσωπος του κτιριακού αυτού μοντέλου. Αναφέρεται συχνά ως "τσιμεντούπολη", ένας όρος που συμπυκνώνει την ταύτιση μίας ολόκληρης πόλης με την υλικότητα των κτιρίων της. Τα υποκείμενα μοιάζουν απογοητευμένα σε μία πόλη όπου κατηγορείται για την υπερβολική της πύκνωση και εξάπλωση, την έλλειψη ή εγκατάλειψη δημόσιων ανοιχτών της χώρων, ενώ και η ίδια η πολυκατοικία αναφέρεται ως ένα στοιχείο προβληματικής λειτουργικότητας και αισθητικής. Και ενώ η πόλη μεταβάλλεται, στους ρυθμούς που υποδεικνύει η εκάστοτε εποχή, η πολυκατοικία παραμένει η ίδια.
Πρόθεση της παρούσας διπλωματικής αποτελεί η αναδιατύπωση των στοιχείων που συνθέτουν την αθηναϊκή πολυκατοικία, σε μία προσπάθεια αντικατάστασης αυτού του του παλαιού και άκαμπτου μοντέλου από ένα νέο οικιστικό πρότυπο, που θα παράξει νέες χωρικές ποιότητες και ατμόσφαιρες.
Μέσω της συνένωσης και αναδιαμόρφωσης δύο τυπικών αθηναϊκών πολυκατοικιών στην περιοχή της Κυψέλης, μελετάται μια χωρική αναλογία κενού και πλήρους, η οποία θα επιτρέψει την ύπαρξη ανοιχτών κοινών χώρων, θα ενισχύσει την επαφή με το εξωτερικό και την συνάντηση των κατοίκων, διαμορφώνοντας έναν πιο βιώσιμο πυρήνα κατοίκησης, ικανό να προσαρμοστεί στις ανάγκες των χρηστών του. Μία πορώδης δομή, που δίνει βάση στις ανοικτότητες, τις εναλλαγές, τις συνδέσεις και τις αλληλοδιεισδύσεις, διατηρώντας στο εσωτερικό του την πολυμορφία της πόλης.