Σύμφωνα με την έρευνα που προηγήθηκε ( Ερευνητικό θέμα «Ο χώρος των Νηπίων») η επαφή του νηπιαγωγείου με την «εξωτερική» πραγματικότητα είναι το θέμα αιχμής στο σύγχρονο νηπιαγωγείο, που σε ένα βαθμό τείνει να απομονωθεί από την κοινωνία και να μετατραπεί σε απομονωμένο, περίκλειστο πεδίο μίμησης της «εξωσχολικής» ζωής. Κάθε λειτουργικό και χωρικό μοντέλο που θέλει να αντικαταστήσει για τα παιδιά σε εσωτερικούς χώρους ό,τι υπάρχει στην καθημερινή ζωή υστερεί, για λόγους που έχουν ήδη αναλυθεί. Διεξόδους λύσης θα επιχειρήσει να ανιχνεύσει αυτή η εργασία.
Βασική αρχή το ότι τα όρια του νηπιαγωγείου πρέπει να είναι διάτρητα, επιτρέποντας την προέκτασή του μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα, ώστε να επιτυγχάνεται ένας συνεχής διάλογος ανάμεσα σε αυτή και την εκπαιδευτική διαδικασία. Αντί λοιπόν να προσπαθούμε να μεταφέρουμε την πραγματικότητα μέσα στο νηπιαγωγείο μέσα από τη μίμησή της (Μοντεσσοριανή αίθουσα, γωνιά εικαστικών, μαγαζάκι κλπ) είναι καλύτερα να διευρύνουμε τόσο τη δράση όσο και το χώρο του νηπιαγωγείου μέσα στην ίδια την πραγματικότητα. Μεταφράζοντας την έννοια αυτή σε χωρική δομή, παρατηρούμε ότι είναι αναγκαία η αντικατάσταση της παραδοσιακής αίθουσας διδασκαλίας από την ίδια την πόλη, αφού ο χώρος αγωγής των νηπίων πρέπει να βρεθεί σε αληθινούς χώρους ζωής και δράσης. Για να συμβεί αυτό, ο χώρος του νηπιαγωγείου πρέπει να επεκταθεί προς την πόλη και η πόλη να διεισδύσει στο νηπιαγωγείο, ώστε να αναπτύξουν μια δραστήρια σχέση ανταλλαγής.
Το μοντέλο αυτό λειτουργίας δεν υπονοεί την πλήρη αντικατάσταση της αίθουσας διδασκαλίας από χώρους έξω από το νηπιαγωγείο, τόσο για λόγους λειτουργικούς και ασφαλείας , όσο και διότι τα παιδιά χρειάζονται ένα σταθερό σημείο αναφοράς ώστε να αισθάνονται σταθερότητα, αλλά και έναν οικειοποιημένο τόπο, αποκλειστικά δικό τους, ώστε να βιώνουν τη θαλπωρή. Για να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην παροχή αληθινών ερεθισμάτων και την ασφάλεια, τη σταθερότητα, την οικειότητα και τη θαλπωρή, πρέπει να υπάρχει μια διαβάθμιση στην ιδιωτικότητα των χώρων. Μεγάλη ιδιωτικότητα σημαίνει μεν ασφάλεια, σταθερότητα και θαλπωρή, αλλά υστερεί σε παροχή ερεθισμάτων από τον έξω κόσμο προς τα παιδιά. Το άλλο άκρο καταλύει την πραγματική και ψυχολογική ασφάλεια, τη θαλπωρή και την οικειότητα.
Έτσι πρέπει αρχικά να υπάρχουν ορισμένοι χώροι αποκλειστικής χρήσης των νηπίων όπου τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι, επεξεργάζονται τα ερεθίσματα που δέχονται με ασφάλεια και θαλπωρή (έδρες) . Μετά πρέπει να υπάρχουν χώροι στους οποίους λαμβάνουν χώρα καθημερινές δραστηριότητες και πράξεις της ενήλικης ζωής. Σε αυτούς τους χώρους (πυρήνες ενδιαφέροντος) τα παιδιά συνυπάρχουν με τους «μεγάλους», παρατηρούν τις ασχολίες, τις κινήσεις, τις πράξεις τους, δέχονται ερεθίσματα και τελικά, περιοδικά και υπό προϋποθέσεις, συμμετέχουν.
Και στους πυρήνες ενδιαφέροντος όμως πρέπει να υπάρχει μία διαβάθμιση στην ιδιωτικότητα. Έτσι το πρώτο βήμα προς την πόλη είναι πυρήνες ενδιαφέροντος οικείοι και κοντινοί στο νηπιαγωγείο, όπου τα παιδιά θα μπορούν να συλλέγουν εμπειρίες και ερεθίσματα σε ένα πραγματικό περιβάλλον χωρίς να απομακρύνονται από τη «βάση» τους. Άλλωστε θα αξιοποιούν καθημερινά τους χώρους αυτούς, άρα θα τ ους θεωρούν όλο και πιο οικείους. Το δεύτερο βήμα είναι πυρήνες διάσπαρτοι σε κάθε σημείο της πόλης που μπορεί να έχει ενδιαφέρον για τα παιδιά, πληρώντας φυσικά κάποιες προϋποθέσεις ασφάλειας και υγιεινής.
Με άξονα αυτή την πρόταση η έδρα του νηπιαγωγείου τοποθετείται σε έναν από τους σημαντικότερους χώρους κοινωνικής ζωής· την πλατεία. Ο δημόσιος χώρος συνάθροισης, ως χώρος κοινωνικής επαφής και συνδιαλλαγής, ώσμωσης ή και συγκρούσεων, είναι ένας κατεξοχήν εξωστρεφής και επικοινωνιακός τόπος. Έτσι η βάση του λειτουργικού μοντέλου του νηπιαγωγείου είναι ένα σύνολο από ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους. Οι μεν δημόσιοι παρέχουν στα παιδιά τη δυνατότητα να παρατηρούν και να συλλέγουν πληροφορίες και ερεθίσματα, οι δε ιδιωτικοί παρέχουν έναν ασφαλή και οικείο τόπο, όπου τα επεξεργάζονται. Στην ουσία κάθε υποπεριοχή της πλατείας είναι ένας εν δυνάμει πυρήνας ενδιαφέροντος , ανάλογα με την κατοίκηση που θα επιτευχθεί. Οι πυρήνες αυτοί σταδιακά οικειοποιούνται από τα παιδιά και χρησιμοποιούνται ως μια επέκταση των , καθαρά δικών τους , βάσεων. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η πρόταση αυτή δεν έχει να κάνει με μια συμβολιστική μεταφορά της πλατείας ως χωρικού μοντέλου στον χώρο του νηπιαγωγείου· αντίθετα ο χώρος των νηπίων που προτείνεται είναι μέρος της πλατείας, ούτως ώστε η εκπαιδευτική διαδικασία να λαμβάνει χώρα ουσιαστικά όχι μόνο δίπλα, αλλά και μέσα σε αυτήν. Με αυτό τον τρόπο , εκτός από την ανάγκη για επαφή με τον πραγματικό κόσμο, εκπληρώνεται και η ανάγκη για ποικιλία αφού τα , πραγματικά , ερεθίσματα που παρέχονται εδώ στα παιδιά δεν είναι ποτέ τα ίδια, σε αντίθεση με τα τεχνητά που επαναλαμβάνονται. Η ποικιλία στα παρεχόμενα ερεθίσματα επιτείνεται και από την ύπαρξη επιπλέον, ειδικών, πυρήνων ενδιαφέροντος μέσα στην πλατεία. Οι χώροι αυτοί είναι αφιερωμένοι στη φιλοξενία επαγγελματικών δραστηριοτήτων μικροχειροτεχνίας, και κατασκευής χειροποίητων αντικειμένων ( για παράδειγμα κουλουροποιία, εργαστήριο κεραμικών, υφαντικής, ξυλογλυπτικής, καφενείο κλπ). Οι δραστηριότητες αυτές παρέχουν στα παιδιά μια πληθώρα αυθεντικών ερεθισμάτων - κινήσεις, δημιουργία, διαφορετικά υλικά, υφές, χρώματα κλπ - καθώς και τη δυνατότητα να συμμετέχουν τα ίδια περιοδικά σε αυτές.
Ο συνδυασμός χώρων αποκλειστικής χρήσης των νηπίων με χώρους δημόσιας χρήσης ικανοποιεί τόσο την ανάγκη για ασφάλεια (πραγματική και ψυχολογική) , οικειότητα και θαλπωρή, όσο και την ανάγκη για παροχή αληθινών ερεθισμάτων στα παιδιά. Οι «ιδιωτικοί» και οι δημόσιοι χώροι αλληλοσυμπληρώνονται. Για να πραγματοποιηθεί αυτό η ενιαία αίθουσα διδασκαλίας κατακερματίζεται σε μικρότερες περιοχές (έδρες), ώστε να συνδιαλαγεί με τους χώρους της πλατείας. Οι έδρες αυτές έχουν μεν σαφές όριο ( και πάλι για λόγους λειτουργικής και ασφαλείας) αλλά παρέχουν άμεση οπτική και κινητική επικοινωνία με τους καθαρά δημόσιους χώρους. Όμως, και λόγω του ανάγλυφου οικοπέδου, και ο δημόσιος χώρος κατακερματίζεται. Οι κατακερματισμένοι λοιπόν χώροι της πλατείας και του νηπιαγωγείου διαπλέκονται, με αποτέλεσμα ένα σύνολο από τόπους με διαβαθμισμένη ιδιωτικότητα. Η διαβάθμιση αυτή εξαρτάται τόσο από τη χρήση (νηπιαγωγείο – πλατεία) όσο και από το μέγεθος, τη θέση, το βάθος, το οπτικό πεδίο της κάθε υποπεριοχής.
Σε πρώτη φάση το σύνολο των διάσπαρτων κλειστών χώρων του νηπιαγωγείου επεκτείνεται στην πλατεία, δημιουργώντας πυρήνες ενδιαφέροντος μέσα σε αυτήν. Έτσι δημιουργείται ένα σύνολο που περιλαμβάνει τις αίθουσες – έδρες του νηπιαγωγείου και τους πυρήνες ενδιαφέροντος της πλατείας.
Όμως το να συνδιαλέγεται το νηπιαγωγείο με έναν χώρο πραγματικής κοινωνικής ζωής όπως η πλατεία, δεν αρκεί από μόνο του για να δημιουργήσουν τα παιδιά μια σφαιρική άποψη του περιβάλλοντος, της ζωής και της πραγματικότητας. Έτσι το νηπιαγωγείο, έχοντας καταλύσει τα όρια της αίθουσας και έχοντας βγει στην πλατεία, καταρρίπτει τώρα το όριο της πλατείας και επεκτείνεται στην πόλη. Έτσι δημιουργούνται πολλοί χωρικοί πυρήνες νηπιακής αγωγής, διάσπαρτοι μέσα στο κοινωνικό, δομημένο , αστικό ή φυσικό περιβάλλον των παιδιών. Οι τόποι αυτοί αξιοποιούνται περιοδικά από το νηπιαγωγείο, και στεγάζουν δράσεις και πράξεις της ενήλικης ζωής, κυρίως επαγγελματικές δραστηριότητες. Σε αυτούς τους χώρους τα παιδιά συνυπάρχουν με τους «μεγάλους», παρατηρούν τις ασχολίες, τις κινήσεις, τις πράξεις τους, δέχονται ερεθίσματα και τελικά, περιοδικά και υπό προϋποθέσεις, συμμετέχουν. Έτσι τα παιδιά δέχονται από το νηπιαγωγείο αληθινά και ουσιαστικά ερεθίσματα, αντί για τεχνητά και επιλεκτικά. Το σύνολο αυτό των κέντρων ενδιαφέροντος συμπληρώνεται και από ορισμένους τόπους σφαιρικότερης σημασίας, όπως στη φύση και σε σημεία πολιτισμικού ενδιαφέροντος.