Αρχικά γίνεται μια περιπλάνηση στα έργα του Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989), με κατεύθυνση να αναλυθούνσημαντικοί και διαφορετικοί άξονες γραφής στα διάφορα έργα του, άξονες όπως η γλώσσα, το πώς υπάρχουν και τι αντανακλούν τα αντικείμενα και το φως, η εμπειρία του κενού, τα πλάσματα και οι φωνές για τα οποία γράφει, η κατάχρηση της αφαίρεσης και η εξάντληση των εννοιών της «επανάληψης», της «αποτυχίας» και της «απώλειας της μνήμης». Μέσα από μια προσεκτική ματιά, αναλύοντας χρονολογικά τα έργα και παρατηρώντας τις εσωτερικές τους συνδέσεις, προκύπτει ένας συστηματικός πειραματισμός του συγγραφέα με γνώμονα την έννοια της αφαίρεσης -υλικών και άυλων εννοιών και συμβόλων-, σε ένα μοτίβο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι πηγαίνει κάπως έτσι:
περιορισμός-συστολή-απογύμνωση-εξάντληση-ερήμωση.
Σε δεύτερο χρόνο, με μια πολιτική προσέγγιση του έργου του, χρονολογικά τοποθετημένο ακριβώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αμφισβητείται η επικρατούσα προσέγγιση ότι τα έργα του Μπέκετ μιλούν για την υπαρξιακή αγωνία της ανθρώπινης φύσης και την απουσία του νοήματος και αρχίζει να αναπτύσσεται μια προσέγγιση των έργων του σύμφωνα με την θεωρία του μεταδομισμού. Ο Μπέκετ σύμφωνα με μεταδομιστικές προσεγγίσεις τίθεται ενάντια στη συγκρότηση συνεκτικών και ολοκληρωμένων υποκειμένων, χλευάζοντας μορφές γνώσης και αναπαράστασης που υιοθετούν μια λογική αναντίρρητης και οικουμενικής αλήθειας ή υποστηρίζουν ένα σταθερό, ελεγχόμενο και καθολικό νόημα.
Σε τρίτο και τελευταίο χρόνο αναλύεται η έννοια του «τέλους» και η κεντρική της θέση σε κάθε έργο του Μπέκετ. Ο συγγραφέας θα ξεριζώσει κάθε περιθώριο ελπίδας από τις πρώτες κιόλας φράσεις των έργων του και θα διευκρινίσει -έμμεσα ή άμεσα- ότι απέναντι μας έχουμε ένα πλάσμα που ό,τι αρχίσει να μουρμουρίζει από δω και πέρα προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από την ποσότητα της αγωνίας του απέναντι στον θάνατο – το τέλος του.