Η παρούσα ερευνητική εργασία όπως προκύπτει και από τον τίτλο της , πραγματεύεται ορισμένες από τις διαστάσεις του ευρύτατου θεματικού πεδίου που προκύπτει από την έννοια του λευκού. Η επιλογή του όρου “whitewash” έγινε γιατί κυριολεκτικά σημαίνει το ασβέστωμα, ή το να βάφεται κάτι αποκλειστικά λευκό , ενώ μεταφορικά ερμηνεύεται ως συγκάλυψη και κουκούλωμα της αλήθειας, αλλά και ως εξαφάνιση των παθών, ως εξαγνισμός. Διεξάγεται μία περιήγηση ανάμεσα σε διαφορετικές εκφράσεις και εκφάνσεις της έννοιας του λευκού, που εκτός από την καθαρή χρωματική τους αναφορά απαντώνται είτε ως σε γλωσσικά ιδιώματα, είτε ως συμβολισμοί είτε ως φυλετικές ή έμφυλες διακρίσεις. Στη συνέχεια συγκρίνεται η λευκότητα με την κενότητα και παρατίθενται παραδείγματα με το λευκό να γίνεται αντιληπτό ως άδειο, ως ουδέτερο υπόβαθρο, ως καθαρός καμβάς, αλλά και να χρησιμοποιείται όχι μόνο στην αισθητική, αλλά και στην καταστολή ως μέσο ψυχολογικού καταναγκασμού, όπως συνέβη στην περίπτωση των λευκών κελιών . Το λευκό προκύπτει στην λαϊκή αρχιτεκτονική ως αποτέλεσμα υγειονομικών μεθόδων μέσω του ασβεστώματος και της ριπολίνης. Εκτός όμως από μία κλινική ή οπτική απολύμανση, η έννοια του λευκού και της καθαρότητας αποκτούν και μία συμβολική χροιά και συνδέονται με την πνευματικότητα και την ηθική. Το λευκό έχει ταυτιστεί πολλές φορές με το απόλυτο, το ορθό και το υπέρτατο. Στο βαθμό που η απουσία του χρώματος, δηλαδή η λευκότητα, υποδέχεται τις παραπάνω θετικές νοηματικές επιφορτίσεις, αναγκαστικά στον αντίποδα η έντονη παρουσία του χρώματος αντιμετωπίζεται ως ένδειξη της έλλειψης καθαρού νοήματος, ως μια μη εξαγνισμένη οπτική, ως κάτι υποδεέστερο ή κατώτερο. Τέλος, προσεγγίζεται η λευκότητα και ως στοιχείο ελληνικό. Αναλύονται τα στοιχεία που συντελούν σε μία γενικευμένη εικόνα περί λευκότητος της Ελλάδας, με τα δημιουργήματα της αρχαιότητας , τις Κυκλάδες, τα Άσπρα Σπίτια και την Αθήνα με το πεντελικό μάρμαρο του Παρθενώνα, να λειτουργούν ως λευκά trademarks.