Οι χώροι εργασίας μπορούν να θεωρηθούν ως δεύτερες μονάδες κατοίκησης, γι 'αυτό ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζονται στοχεύει στη δημιουργία μιας “τέλειας” ισορροπίας μεταξύ της επικεντρωμένης εργασίας και των επιπέδων συνεργασίας, για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της γενικής ευημερίας των εργαζομένων. Ακόμη, οι γραφειακοί χώροι αποτελούν ένα σύνθετο λειτουργικό μοτίβο, στο οποίο ο σχεδιασμός καλείται να ικανοποιήσει τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των εργαζομένων και των εργοδοτών. Η συγκεκριμένη ερευνητική εργασία εστιάζει λοιπόν στους τρόπους σχεδιασμού των χώρων εργασίας και εξετάζει τα στάδια της μετάβασης ξεκινώντας από την Βιομηχανική Επανάσταση και στη συνέχεια στο Μοντέρνο κίνημα, όπου η αρχιτεκτονική υποδέχεται τις έννοιες του χρόνου αλλά και της μεταβλητότητας, για να φτάσει στο σήμερα. Η νέα εποχή της πληροφορίας, υπέβαλλε στην εντατικοποίηση της δικτύωσης, και τα ίδια μέσα που την εξασφάλισαν, οδήγησαν στο να μην υπάρχει ανάγκη σαφούς ορισμένου τόπου. Το νομαδικό στυλ εργασίας δημιούργησε την ανάγκη πολυχρηστικών χώρων πέραν του καθορισμένου προς εργασία χώρου. Η νέα τεχνολογία έχει λειτουργήσει ως σημείο τομής σε αυτή τη μετάβαση αφού όχι μόνο λειτουργεί για να καθοδηγεί τους ανθρώπους να αλληλεπιδρούν στον χρόνο και στο χώρο, αλλά δημιουργεί ΄πρόσφορο΄ έδαφος για έναν νέο τρόπο σχεδιασμού. Σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες η αρχιτεκτονική στοχεύει πλέον στην ενσωμάτωση της έννοιας της μεταβλητότητας με έναν πιο εκλεπτυσμένο τρόπο, σχεδιάζοντας χώρους γραφείων που να αντιδρούν στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και να προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες. Δεδομένης της κατάστασης προκύπτει το συμπέρασμα λοιπόν ότι ο σχεδιασμός των χώρων γραφείων, όπως και η αρχιτεκτονική εξ ολοκλήρου, οφείλει να επαναπροσδιορίζει τον στόχο της. Έτσι, η ενσωμάτωση της μεταβλητότητας στο σχεδιασμό κρίνεται αναγκαία προϋπόθεση και όχι σχεδιαστική επιλογή.