Ζώντας στην Ελλάδα της κρίσης, βλέπουμε πολλά καταστήματα να κλείνουν, κατοικίες να ερημώνουν και να σαπίζουν, ακόμη και ολόκληρες πολυκατοικίες να εγκαταλείπονται. Αυτά έρχονται να προστεθούν στα υπερμεγέθη κτήρια που απέβαλε το σύστημα μετά την αποβιομηχάνιση, και στις μονοκατοικίες που δεν πρόλαβαν το κύμα της αντιπαροχής. Σαν νέοι αρχιτέκτονες λοιπόν, παρατηρώντας αυτό το τεράστιο ανεκμετάλλευτο αστικό απόθεμα δεν νοιώθουμε την ανάγκη να ‘χτίσουμε’, προσθέτοντας κι άλλα παράγωγα στην ‘αποθήκη’ της πόλης, καθώς συλλέγοντας πληροφορίες από την παρούσα κατάσταση (χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του Βόλου), εντοπίζουμε ότι τα προβλήματα και οι επιπλοκές ελλοχεύουν σε άλλα σημεία. Λέξεις κλειδιά για εμάς είναι η επανάχρηση, η ανακύκλωση και η οικονομία, χώρου και κατασκευαστικών υλικών, η ιστορική μνήμη των εγκαταλελειμμένων κτιρίων, αλλά και η σημασία της αλληλεγγύης, του «σχετίζεσθε» και της συνεργασίας σε κοινωνικό επίπεδο. Με την βοήθεια μίας ομάδας συμφοιτητών καταγράψαμε το αστικό αυτό απόθεμα για το οποίο κάναμε λόγο, και στη συνέχεια, χωρίς αυτούς, οργανώσαμε ένα εγχείρημα κατά το οποίο επαναχρησιμοποιούμε ορισμένα κτίρια τα οποία πληρούν τις ανάγκες κοινωνικών δομών στην πόλη, που φιλοδοξούμε να λειτουργούν ως κοινοί, ελευθεριακοί χώροι. Οι δομές θα φιλοξενούν κοινωνικές κατοικίες, κουζίνες, λουτρά, εργαστήρια και πλατείες, χρήσεις οι οποίες εγγράφονται στην καθημερινότητα της καθεμίας και του καθενός. Αναλύοντας τον αστικό ιστό του Βόλου και εντοπίζοντας τις ιδιαιτερότητες του, τοποθετήσαμε προσεκτικά τις δομές έτσι ώστενα δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους αλλά και με την υπόλοιπη πόλη. Ερευνήσαμε στον βαθμό που ήταν εφικτό την νομική και οικονομική υπόσταση του εγχειρήματος και προσπαθήσαμε να οραματιστούμε το κοινωνικό και πολιτιστικό αντίκτυπο. Τέλος, προσεγγίσαμε σχεδιαστικά τρείς από αυτές τις δομές που μας προκάλεσαν μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Ένα κτήριο κουζινών με χώρους μαγειρέματος, φαγητού και καλλιέργειας, ένα κτίριο λουτρών, και ένα κτίριο εργαστηρίου δημιουργίας και μόρφωσης.