Από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα περίπου και μέχρι σήμερα, μια ολοένα αυξανόμενη ενασχόληση με το Περιβάλλον και την Οικολογία εξαπλώνεται εντυπωσιακά τόσο στην επιστημονική, όσο και στη δημόσια συζήτηση. Στη ρητορική που αναπτύσσεται σχετικά με αυτό το φλέγον ζήτημα εντοπίζει κανείς γρήγορα δύο ρεύματα σκέψης (και πρακτικής), την προσέγγιση της «Βιώσιμης Ανάπτυξης» και, στον αντίποδά της, εκείνη της «Aποανάπτυξης». Αφιερώνοντας το Πρώτο Μέρος της εργασίας σε μια σύντομη επισκόπησή τους, αναζητάμε επιπλέον τα καταγωγικά τους στοιχεία στην επιστημονική οικολογία και την ιστορία της, στη δεξαμενή της θεολογικής σκέψης και τις αντίστοιχα εκπορευόμενες ιδέες για τη φύση. Εντοπίζουμε κατόπιν σε αυτές τις δύο αντικρουόμενες οπτικές το αποτύπωμα της διττής αίσθησης ενοχής-υπεροχής, η οποία χαρακτηρίζει διαχρονικά την διάθεση της Δυτικής παράδοσης απέναντι στη Φύση.
Η αίσθηση αυτή ισχυροποιείται και αποκτά καινοφανή χαρακτηριστικά στα χρόνια της «μετάβασης» από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση κι από εκεί στον 17ο αιώνα, εφόσον είναι τότε που θεμελιώνεται εκ νέου πάνω στην απόσχιση της κατηγορίας της «φύσης» από αυτή του «πολιτισμού»: ένας ριζικός διαχωρισμός ο οποίος, μαζί με άλλους, παγιώθηκε στις νοοτροπίες κατά την ανάδυση της νεωτερικότητας. Το Δεύτερο Μέρος λοιπόν επικεντρώνεται στον εντοπισμό και την εξέταση αυτών των ρηγμάτων από διαφορετικές πλευρές, όπως της επιστήμης, του σώματος, της οικονομίας, της αισθητικής κ.λπ.
Ερχόμαστε έτσι στο Τρίτο Μέρος το οποίο αφορά την ανατομία μιας παλιάς-νέας αντίληψης για τον κόσμο που αμφισβητεί, μετατοπίζει ή καταργεί τα όρια που εγγράφονται στα νεωτερικά δίπολα. Τίθεται τώρα προς εξέταση η θεώρηση αυτή που ορίζει ως κύριο διακύβευμα για την οικολογία την άρθρωση ενός νέου αφηγήματος για τις σχέσεις του ανθρώπινου με το μη ανθρώπινο, συγκροτώντας μια νέα οντολογία πέρα από αυτό που μέχρι τώρα έμοιαζε με το Μέγα Χάσμα ανάμεσά τους.