Το ερευνητικό αυτό αποτελεί ουσιαστικά ένα λογοτεχνικό αφήγημα, υπό τη μορφή σπαραγμάτων μονολόγων, που έρχονται να συνθέσουν τρεις βασικές πράξεις, σε ένα «θεατρικό έργο». Καθεμία από τις πράξεις σχετίζεται με ένα γεωγραφικό τόπο, μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο καθώς και με μία αρχαιότητα. Στην Πράξη 1η, επιλέγεται η Αθήνα με την Ακρόπολη, ως το μνημείο που στέκει σε βάθρο και καθόρισε τη γέννηση και διαιώνιση του ελληνικού εθνικού φαντασιακού, μέσα από την ίδια τη συμβολοποίηση του Παρθενώνα. Στην Πράξη 2η, επιλέγεται το Βουθρωτό με τις αρχαιότητες του, ως μνημείο που συλλέγει βασικά χαρακτηριστικά συναφή με την εθνική αφήγηση, διότι τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου μελέτης, θεωρήθηκε πως «συμμορφώθηκαν» εξ ολοκλήρου κατά τις ανάγκες της αρμόδιας αρχής και συνεπώς έχασαν κάθε ενδιαφέρον ώστε να χρησιμοποιηθούν ως αφορμή. Πάραυτα, ως αρχαιότητα, εξυπηρετεί το σκοπό αυτής στο σύγγραμμα, ως το άμεσο αντικείμενο κατοχύρωσης των μόλις κεκτημένων. Στην Πράξη 3η, επιλέγεται η Βεργίνα και ο τάφος του Φιλίππου Β’, ως η ανακάλυψη που έρχεται στο φως για να επικυρώσει τα ήδη κεκτημένα και να οχυρώσει τη συνεχή εθνική αφήγηση και το πέρασμα αυτής από τους κλασικούς χρόνους, στην ελληνιστική εποχή.
Οι σκηνές που απαρτίζουν τις τρεις πράξεις, αποτελούν αυτά τα σπαράγματα που χαρακτηρίζονται από αρχαιολογικό, αρχιτεκτονικό, ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και κάποιες φορές οικονομικό ενδιαφέρον, ώστε να συνθέτουν κάθε φορά, κατά το δυνατό καλύτερα, αυτό που χαρακτηρίζει την περίοδο μελέτης.
Επειδή ο όρος φαντασιακό συναντάται όχι μόνο στα γραπτά του Κορνήλιου Καστοριάδη, με τον προσδιορισμό κοινωνικό, ως η πηγή των θεσμών και των κανόνων που ρυθμίζουν και οργανώνουν τη ζωή των ανθρώπων, ως η δίχως προηγούμενο δημιουργική ικανότητα των κοινοτήτων, αλλά και στα γραπτά του JacquesEmilieLacan, ως μία από τις τρεις διαστάσεις της ανθρώπινης φύσης, στο κλάδο της ψυχανάλυσης. Θεωρήθηκε σκόπιμο η τελευταία σκηνή κάθε πράξης να αφορά μία ψυχαναλυτική προσέγγιση όσων αναλύονται στις προηγούμενες σκηνές. Η προσέγγιση αυτή προέρχεται από αυτό που αποτελεί το χορό αυτού του θεατρικού έργου. Έχει άμεση σχέση με τα τεκταινόμενα που αναφέρονται, αλλά η επίδραση της στο κείμενο είναι έμμεση, όπως και αυτή του χορού. Οι προσεγγίσεις αυτές και στις τρεις πράξεις γίνονται με αφορμή τρία διαγράμματα που πρότεινε ο Lacanγια την ανάλυση της ανθρώπινης φύσης και το καθένα ακολουθείται από έναν βοηθητικό πίνακα αντιστοιχήσεων, σύμφωνα με τη χρήση τους στην εκάστοτε περίπτωση.
Κατά περίπτωση, η ιστορική αναδρομή είναι δυσανάλογη με την κοινωνικοπολιτική προσέγγιση ή την ψυχαναλυτική. Αυτό συμβαίνει γιατί το ενδιαφέρον εστιάζεται κάθε φορά στο παράγοντα που θεωρήθηκε πως έπαιξε τον πιο καταλυτικό ρόλο στον τρόπο διαμόρφωσης της φαντασιακής διάστασης των πολιτών.