Αν και δεδομένος, ο θάνατος προκαλέι ποικίλα συναισθήματα και αντιδράσεις. Είναι πηγή φόβου, πόνου και θλίψης, αδυναμίας και θυμού αλλά και δημιουργικότητας και έμνευσης. Αν και έχουμε επίγνωση για το δικό μας τέλος, η σκέψη και η εμπειρία του θανάτου φτάνει σε μας μέσω της απώλειας του άλλου. Ο άλλος με τη μορφή του αγαπημένου, του φίλου, του γνωστού ή και του αγνώστου ακόμη, γίνεται το σημείο αναφοράς για να δώσουμε ένα αχνό περίγραμμα σε μια μη μεταβιβάσιμη εμπειρία, σε ένα γεγονός που υπενθυμίζει τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης και γλώσσας. Κανένα άλλο θέμα συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη ίσως να μην συγκέντρωσε αμείωτο το ενδιαφέρον ενός τόσο μεγάλου φάσματος επιστημονικών πεδίων, να μην αποτέλεσε πηγή έμπνευσης τόσων λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, να μην απασχόλησε τόσες καθημερινές συζητήσεις και πληροφορίες, να μην πυροδότησε τόσες υπαρξιακές διερωτήσεις και αγωνίες.
Στην παρούσα ερευνητική εργασία γίνεται μια προσπάθεια θεώρησης του θανάτου και της θνητότητας. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στις κυρίαρχες αφηγήσεις, τις συνακόλουθες κοινωνικές στρατηγικές διαχείρησης της θνητότητας, καθώς και στις καλλιτεχνικές προσπάθειες αναπαράστασεις του θανάτου και του πένθους.
Η μελέτη περιορίζεται στις προσεγγίσεις των δυτικών κοινωνιών και ο χρονικός της άξονας τοποθετείται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Δίνεται βάση στις θεωρήσεις του Martin Heidegger και του EmmanuelLevinasκαι πραγματοποιείται μια ανάλυση δυο σπουδαίων καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων από την σκοπιά των δύο φιλοσόφων, εντοπίζοντας τη διαφορετική οπτική τους πάνω στο ζήτημα.
Περνώντας από τον «εξημερωμένο» θάνατο της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα στον «εξαγριωμένο» θάνατο των νεωτερικών κοινωνιών, η έρευνα καταλήγει στον «απαγορευμένο» θάνατο της πιο πρόσφατης επανάστασης, της ψηφιακής μετά θάνατον ζωής.