Στην παρούσα διπλωματική εργασία, μελετώνται οι πρακτικές του τρώγειν, ως επιτελέσεις του καθημερινού, αλλά και ως πηγές πρόκλησης μια σύνθετης ηδονής που υπερβαίνει την απλή κάλυψη μιας βιολογικής ανάγκης και γίνεται πεδίο ατομικής και συλλογικής αναζήτησης. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, εντοπίζω παράλληλα, τα σημεία που φθείρουν και στρεβλώνουν αυτή τη σύνθετη ηδονή, που μπορεί να προκύψει από ένα γεύμα. Από την ανία λόγω της επαναληψιμότητας, μέχρι και το υπέρ-ενδιάφερον μιας γενιάς που δημιουργεί παγκόσμιες τάσεις, όπως αυτή του #foodporn, το φαγητό και το γεύμα μοιάζουν τελικά να χάνουν όλο και περισσότερο σε ουσία και καταλήγουν να γίνονται παράπλευρες ενέργειες που απλά συνοδεύουν άλλες δραστηριότητες.
Επιδιώκοντας να απαντήσω σε αυτή την εξέλιξη, παίρνω έμπνευση από τις τελετουργίες των αρχαιοελληνικών συμποσίων, και των βολιώτικων τσιπουράδικων, ως πρακτικές ιδιότυπων γευμάτων, που εξελίσσονται σε διαδικασίες εκκοινωνικεύσεως και υπενθυμίζουν με τον πιο προφανή τρόπο την σχέση που έχει το φαγητό με την ηδονή και την αναζήτηση της ευδαιμονίας. Αποφασίζω τελικά να στήσω και γω το δικό μου συλλογικό γεύμα, στο οποίο θέλω να προσδώσω παρόμοιες ποιότητες. Στο γεύμα αυτό, όπως συμβαίνει και στα περισσότερα γεύματα εξ’ άλλου, τόπος και βασικός άξονας γύρο από τον οποίο συμβαίνουν όλες οι σχετικές με το φαγητό δράσεις, είναι το τραπέζι, που γίνεται και το κεντρικό σχεδιαστικό, και στη συνέχεια κατασκευαστικό, στοιχείο της εργασίας. Το τραπέζι ως αρχικά (και αρχετυπικά) τόπος εκπλήρωσης της ανάγκης και της επιθυμίας, θέλω να γίνει τώρα τόπος της υπέρβασης.
Έχοντας σαν αφετηρία την απλή λογική ενός κοινού τραπεζιού, εισάγω σε αυτήν παράσιτα που θα “μολύνουν” την αρχικά “αγνή” όψη του αντικειμένου. Τα παράσιτα αυτά εμπνέονται από τις έννοιες της συν-τροφικότητας, του μοιράσματος, της φροντίδας και της αισθητηριακής αφύπνισης και δημιουργούν τελικά μια συνθήκη συμφαγίας κατά την οποία, ο τρόπος που τρώει κανείς, το μέσο με το οποίο τρώει, ακόμα και το ίδιο το σώμα και ο τρόπος που υπάρχει γύρω από το τραπέζι και απέναντι ή δίπλα από τον άλλον, επανεξετάζονται.
Το αντικείμενο που σχεδιάζω και καταλήγω πράγματι να κατασκευάζω, ολοκληρώνεται μόνο με τα επιμέρους στοιχεία του, τα παράσιτα, και θυμίζει περισσότερο σκηνογραφικό στοιχείο, παρά επιτελεστικό εργαλείο της καθημερινότητας. Ονομάζω το αντικείμενο αυτό sofrá - όνομα δανεισμένο από παραδοσιακό τραπέζι που βρίσκει τις ρίζες του στην ανατολή - και πρόθεσή μου είναι να γίνει αυτό, τόπος συμβολικών πράξεων και θεωριών που επιζητούν την ατομική ελευθερία και τη συλλογική ευτυχία· τόπος γευμάτων όπου η τροφή και το ποτό θρέφουν πρώτα από όλα την πεινασμένη για ευδαιμονία ανθρώπινη ψυχή.