Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι τα αίτια, οι συνθήκες και οι ιδιότητες ενός προβλήματος που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με την εύρεση κατοικίας σε μεγάλους τουριστικούς προορισμούς. Ένα πρόβλημα, στο οποίο ο κρατικός μηχανισμός αδυνατεί να συμβάλει στο να βρεθούν κατοικίες όπου να απευθύνονται σε μόνιμους ή εποχιακούς εργαζόμενους με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση με αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο της εκάστοτε περιοχής.
Αρχικά, διερευνώνται παραδείγματα ξενοδοχειακών μονάδων αλλά και ολόκληροι οικισμοί − με αποκλειστικό τουριστικό προσανατολισμό όσον αφορά τη σχέση διαμονής των εργαζομένων με τους τουρίστες. Οι ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις και ειδικότερα οι χωρικές, που αναπτύσσονται μέσα από την σχέση «τουρίστα – επισκέπτη» και «εργαζόμενου – κάτοικου» είναι η αφετηρία για την διαμόρφωση της εργασίας. Από την μια πλευρά, οι συνθήκες διαβίωσης του μεγαλύτερου τμήματος που άλλοτε απευθύνονται στην τουριστική απασχόληση και άλλοτε όχι( αναπληρωτές καθηγητές, γιατροί, νοσηλευτές κ.α) και από την άλλη πλευρά ένας «κόσμος» πολυτέλειας, παροχών και εκσυγχρονισμού που απευθύνεται στους επισκέπτες τουρίστες, πληρώνοντας πολύ μεγάλο αντίτιμο.
Στη συνέχεια, η εργασία εστιάζει στο νησί της Σαντορίνης, ως τον μόνο ελληνικό προορισμό που χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο του υπερτουρισμού. Ένα τόπο όπου οι τοπικές αρχές έχουν στραφεί αποκλειστικά στη μέριμνα να εξασφαλιστεί το επιχειρηματικό κέρδος και όχι να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες. Στην πληθώρα των παραδειγμάτων, ο σχεδιασμός του τουρισμού φέρει χαρακτηριστικά εξιδανίκευσης, στροφής στο εσωτερικό, υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, θεάματος και απομόνωσης.
Έτσι, με διαφορετική προσέγγιση, μέσα από την εργασία προτείνεται ένα υβριδικό κτιριακό σύνολο με βασικό χαρακτηριστικό την συμβίωση μεταξύ των εργαζομένων και των επισκεπτών. Στόχος είναι να αναπτυχθούν σχέσεις φροντίδας, μοιράσματος και αμοιβαίου σεβασμού του χώρου παράλληλα με μια κατεύθυνση αυτοεξυπηρέτησης των αναγκών. Με εργαλείο τον σχεδιασμό του χώρου, γίνεται προσπάθεια να εστιάσουμε πέρα από την τυπολογική στην προσωπική αλληλεπίδραση﮲δημιουργώντας κοινές εστίες μοιράσματος. Αφορμές που επιδρούν γόνιμα και δυναμικά στην διεύρυνση της κοινωνικής σχέσης «τουρίστα – εργαζόμενου» που παράγεται μέσα από την διαμόρφωση του χώρου.