Η μετάβαση από την χωρικότητα του περίκλειστου οθωμανικού κάστρου της πόλης του Βόλου προς το ανοιχτά αστικό εμπεριέχει ένα σύνολο μετασχηματισμών και ρήξεων που εκδηλώθηκαν ύστερα από κοινωνικές ανακατατάξεις, οικονομικές μεταβολές, πληθυσμιακές διακυμάνσεις και φυσικές καταστροφές. Η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί να προτείνει συνέχεια στην ασυνέχεια, να αποκαλύψει μία νέα εξελικτική πορεία που θα δυναμιτίσει τον αστικό ιστό της πόλης του Βόλου και ίσως κατορθώσει να αποτελέσει τακτική επαναδιατύπωσης του. Για τον σκοπό αυτό ερευνάται η σύνθεση του δημόσιου προγράμματος της πόλης, μέσω της καταγραφής του συνόλου των δημόσιων κτιρίων του, ως κατεξοχήν πυρήνες αστικότητας. Το δημόσιο πρόγραμμα της πόλης αντιμετωπίζεται ως μία μονάδα που δωμάτια αυτού, μικρές ογκοπλασίες, καταλαμβάνουν μερικές δεκάδες και χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Στην έρευνα αυτή εντοπίζονται ζώνες συγκέντρωσης του, ενώ αξιολογείται και σχεδιάζεται η κενότητα της πόλης, μέσω του σχήματος της και των όρων δόμησης της. Τα κενά αυτά, είτε σχεδιασμένα είτε προκύπτοντα έπειτα από αφαίρεση δομημένου χώρου, δημιουργούν ένα είδος ασυνέχειας του πολεοδομικού ιστού, επηρεάζουν τη ροή της πόλης και αποτελούν τόπους εν δυνάμει κοινωνικής δράσης.
Ο άξονας της οδού Ελ. Βενιζέλου, με την εκατέρωθεν αυτού συγκέντρωση δημόσιου προγράμματος και την άρθρωση τμημάτων κενού, καθίσταται η περιοχή μελέτης της εργασίας. Με κύρια πρόθεση την εντατικοποίηση του δημόσιου χαρακτήρα του, επιλέγεται το τμήμα κενού που εμπεριέχεται των οδών 28η Οκτωβρίου – Δημητριάδος και Π. Μελλά – Ελ. Βενιζέλου για την δημιουργία πολυπρογραμματικού κτιρίου που θα εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες του κενού της πόλης και θα δεχτεί χρήσεις που αφορούν τη φοιτητική κοινότητα. Ο σχεδιασμός πάλλεται ανάμεσα σε διάφορες κλίμακες χώρων και προγραμμάτων αναφερόμενος στον τρόπο άρθρωσης και στα μεγέθη των δημόσιων κτιρίων σε μία μεσαίου μεγέθους ελληνική πόλη, ορίζοντας ένα αστικό συνεχές.