Η πρόταση αποτελείται από μια τριπλή κλίμακα επέμβασης . Ξεκινώντας από την κλίμακα της πόλης, προτείνεται ένας τόπος δημόσιας εκτόνωσης και δραστηριότητας, αναβαθμίζοντας τον αύλιο χώρο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, καθιστώντας τον ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλα τα πιθανά υποκείμενα που μπορεί να τον επισκεφτούν. Έχει σκοπό την ανάδειξη ενός νέου σημείου στο κέντρο της Αθήνας.
Συνεχίζοντας στην κτιριακή κλίμακα, πραγματοποιείται μια επέκταση ενός τμήματος του υπογείου του μουσείου, με σκοπό την αύξηση των αποθηκευτικών του χώρων, με κατάληξη σε μια αλληλουχία νέων υπόγειων αιθουσών στην έκταση της αυλής. Η μορφολογία του σχεδιασμού εμπνέεται από την συνθήκη της ανασκαφής και των ιχνών που αφήνει στο έδαφος. Η λογική με την οποία οι χώροι διαδέχονται ο ένας τον άλλον ακολουθεί την πρακτική μιας αρχαιολογικής έρευνας. Το υποκείμενο πλέον, ταυτιζόμενο με τη συνθήκη του αρχαιολόγου καλείται να εξερευνήσει αυτή τη νέα αφηγηματική διαδρομή.
Συλλέγοντας και αποκαλύπτοντας θραύσματα προερχόμενα από το απόθεμα που βρίσκεται στις αποθήκες του μουσείου, ο επισκέπτης / αρχαιολόγος προετοιμάζεται να αντιληφθεί, την πληροφορία που του αποκρύπτεται από το αρχείο της επίσημης εκθεσιακής συλλογής. Λαμβάνοντας υπόψιν τον υπάρχον μηχανισμό καταγραφής των εκθεμάτων, δημιουργείται ένα νέο ζωντανό, δυναμικό αρχείο, το οποίο εξελίσσεται παράλληλα με τον χρόνο και έρχεται να εμπλουτίσει το παλιό. Συλλέγουμε τις διαφορετικές, χρονικές και ιστορικές στιγμές των ευρημάτων μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας τη συνεχώς εξελισσόμενης αφήγησή τους. Συνεπώς, δημιουργείται ένα νέο ερέθισμα και εν τέλει ένα νέο αποτύπωμα στη μνήμη του επισκέπτη.