Η παρούσα εργασία μελετά την παραγωγή χώρων εμπειρίας, δράσης και πρακτικής. Αναζητείται η ύπαρξη του χωριού μέσα στον αστικό ιστό. Βασικός στόχος, η αναγνώριση και ενεργοποίηση του δικτύου των υποκειμένων στο χώρο μελέτης της γειτονιάς της Ανάληψης, Βόλου. Ως δίκτυο προσδιορίζονται όλες όσες δραστηριοποιούνται στη γειτονιά, κάτοικοι, εργαζόμενες, περαστικές, πελάτισσες. Οι πληροφορίες συλλέγονται μέσω προσωπικών εμπειριών μας, ως κάτοικοι και εργαζόμενες της γειτονιάς. Το συλλεχθέν υλικό αποτελεί τεκμήριο της υπάρχουσας κατάστασης του πεδίου μελέτης. Κύριο μέλημα, η δημιουργία ενός ενεργού δικτύου που (αντι)δρά στο δημόσιο χώρο, οργανώνει συζητήσεις/ δραστηριότητες και εν δυνάμει φτιάχνει σχήματα / ομάδες. Η κάθε φάση της εργασίας, είναι άμεσα επηρεασμένη και συνδεδεμένη με την προηγούμενη. Η έρευνα, συντίθεται από τα στοιχεία της γειτονιάς και τα υποκείμενά της. Δεν θα ήταν δυνατή η πραγματοποίηση της, χωρίς την συμμετοχή τους.
Επιπλέον, η μελέτη διεξάγεται υπό το πρίσμα των εννοιών της παρακολούθησης, της παρατήρησης και του κουτσομπολιού στο προαναφερόμενο χώρο, μέσα από το δίπολο της ψηφιακής και αναλογικής πραγματικότητας. Οι δύο αυτοί κόσμοι συνυπάρχουν στη γειτονιά, καθώς αντιλαμβανόμαστε την ψηφιακή παρακολούθηση μέσω καμερών ασφαλείας και την αναλογική παρακολούθηση μέσω των βιο-καμερών της γειτονιάς/ άνθρωποι. Επιπλέον, μελετιούνται τα ψηφιακά προφίλ σε αντιδιαστολή με τα αναλογικά προφίλ και η διανομή της πληροφορίας που ανασύρεται από αυτά. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -όντας το ψηφιακό μας αποτύπωμα- έχουν ρόλο ισχυρό όσο το αναλογικό μας προφίλ. Εντοπίζονται συνθήκες μη-κανονικότητας [non- normalities], δηλαδή στοιχεία που “ξεφεύγουν” από την καθημερινότητας ή συμβάντα που καθορίζουν τη γειτονιά.
Η εργασία καταλήγει στην παραγωγή ενός εγχειριδίου οδηγιών για τη διοργάνωση συναντήσεων γειτονιάς, έχοντας ως πειραματικό παράδειγμα αυτή της γειτονιάς της Ανάληψης. Διασκορπίζεται στην πόλη σαν το μικρόβιο που προ(σ)καλεί τη γειτόνισσα να δραστηριοποιηθεί στο δημόσιο χώρο.