Η εμπειρία του παρόντος εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό από την γνώση του παρελθόντος. Τα ιστορικά γεγονότα και οι μνήμες είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της κοινωνίας και καθιστούν εφικτή την κοινωνική συνοχή. Ωστόσο, στην κυριαρχούσα αφήγηση της μνήμης της κοινωνίας, πολλά γεγονότα διαστρεβλώνονται, επαναχρησιμοποιούνται υπό διαφορετικά πλαίσια ή/και διαγράφονται σαν να μην συνέβησαν ποτέ. Ένας από τους τρόπους έκφρασης της παραπάνω διαδικασίας είναι τα θεσμοθετημένα μνημεία. Από τη μία, οι επίσημες υπηρεσίες είναι σε θέση να σχηματίσουν την μνήμη που ευνοεί τα εθνικά ενδιαφέροντα. Από την άλλη, με την δημιουργία τους, τα μνημεία παίρνουν δική τους ζωή και δικούς τους τρόπους ερμηνείας από τους πολίτες συχνά αντίθετους με αυτούς που τους ορίστηκε να έχουν.
Ο άνθρωπος, όμως, από τη φύση του, συνεχώς διεκδικεί. Διεκδικεί καλύτερες συνθήκες ζωής στο μέλλον. Για να μπορέσει να το καταφέρει, αντιστέκεται στις προσπάθειες παραποίησης της ιστορικής αφήγησης της κοινωνικής του ομάδας.
Για να γίνει σαφής και αντιληπτή αυτή η κοινωνική διαδικασία, στο πρώτο μέρος αυτού του ερευνητικού θέματος, γίνεται αναφορά και συγκριτική ανάλυση τεσσάρων παραδειγμάτων στην Βουδαπέστη, στο Ριτσμοντ, στη Βαρσοβία και στην Νέα Υόρκη. Εξετάζεται η ιστορία του χώρου της διεκδίκησης καθώς και των συμβόλων πάνω σε αυτόν και γίνεται η ανάλυση των εμπλεκόμενων κοινωνικών ομάδων. Η κάθε μία από αυτές χρησιμοποιεί διαφορετικά εργαλεία και είναι αυτά που τις χαρακτηρίζουν στο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι.
Η μεγάλη εξάπλωση νέων ψηφιακών μέσων και τεχνολογιών κάνει εμφανή την καινοτόμα σχέση μεταξύ μνήμης και ψηφιακών μέσων. Ηκαθημερινότητα είναι, πλέον, βαθιά αλληλένδετη με τις ψηφιακές τεχνολογίες. Γι’ αυτό, στο δεύτερο μέρος, θα γίνει η ανάλυση του όρου της ψηφιακής μνήμης καθώς και η εξερεύνηση του τι μπορεί να θεωρηθεί ως ψηφιακό μνημείο. Τι είναι αυτή και πως διεκδικείται; Πως μοιάζει ένα ψηφιακό μνημείο; Πως θα μπορέσουν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες να διεκδικήσουν χώρο στην ηγεμονική αφήγηση της μνήμης στην ψηφιακή εποχή;