Oι πολυκατοικίες εξακολουθούν να αποτελούν το κυρίαρχο μοντέλο αστικής κατοίκησης, με το επίπεδο του ισογείου, ωστόσο, να απαξιώνεται και να ερειπώνει σταδιακά. Οι λόγοι της εγκατάλειψης μπορεί να διαφέρουν και ανάμεσα σ΄ αυτούς μπορεί να είναι η κρίση, η αποδυνάμωση του μικρομεσαίου εμπορίου ή/και το υποβαθμισμένο αστικό περιβάλλον της εκάστοτε περιοχής. Η εγκατάλειψη τους οδηγεί στη σταδιακή υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και λειτουργεί απωθητικά ως προς τη χρήση του περιβάλλοντα δημόσιου χώρου.
Ωστόσο, το ισόγειο, ως η ακμή του κτιρίου που συναντά το δρόμο, είναι αυτό που έρχεται σε άμεση οπτική επαφή με τους χρήστες της πόλης. Η ανθρώπινη κλίμακα στην πόλη έχει πιο άμεση επαφή και αντίληψη για τον ισόγειο χώρο του κτιρίου, σε σχέση με τα υπόλοιπα τμήματά του. Εδώ αλληλεπιδρά η ζωή του μέσα και του έξω. Είναι το μέρος όπου ευκολότερα οι δραστηριότητες μέσα στο κτίριο μπορούν να μεταφερθούν προς τα έξω και το αντίστροφο. Όταν το σημείο αυτό είναι ενεργό αυτόματα το πεζοδρόμιο και ο δρόμος γίνονται πιο φωτεινά, η επαφή του μέσα και του έξω αυξάνει περισσότερο την κίνηση και γενικότερα επίπεδο του δρόμου αποκτά ένα πιο φιλόξενο χαρακτήρα.
Στα πλαίσια αυτής της διπλωματικής επιχειρείται η δημιουργία ενός προγράμματος που σχεδιάζει, και οργανώνει, την προσωρινή ενεργοποίηση των ανενεργών ισογείων χώρων για κοινόχρηστη χρήση προς όφελος τόσο των ενοίκων των πολυκατοικιών όσο και των κατοίκων της γειτονιάς. Εστιάζοντας στην ισχυροποίηση του αισθήματος του κοινού χώρου σε ένα κτίριο ή στη γειτονιά, πέρα από την σχεδιαστική επίλυση προτείνει και έναν τρόπο οργάνωσης και διαχείρισης των χώρων από τους ίδιους τους χρήστες. Οι λειτουργίες και οι χρήσεις που θα παραλαμβάνουν, προκύπτουν από τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις πρωτοβουλίες των χρηστών, οπότε η σχεδιαστική επίλυση επικεντρώνεται στη «μεταβλητότητα» τους, χωρίς να προτείνεται μια σταθερή εσωτερική διαμόρφωση και προγραμματική δράση.