Η πλαισίωση και η έδραση, αν και είναι δύο λέξεις που χρησιμοποιούνται ευρέως για την περιγραφή και τον προσδιορισμό καταστάσεων στην καθημερινότητα αλλά και ως λεξιλόγιο σε διαφόρους τομείς, παραμένουν δυο έννοιες σχετικά ασαφείς και απροσδιόριστες λόγω της αμφισημίας τους και της πολυπλοκότητα τους. Κοινό χαρακτηριστικό της πλαισίωσης και της έδρασης αποτελεί, ότι η ύπαρξη ενός περιβάλλοντος και ενός εδάφους αντίστοιχα, είναι βασική προϋπόθεση για την κατανόηση, την ερμηνεία και τη χρήση τους. Αυτό συμβαίνει διότι συνιστούν δυο έννοιες χωρικές που διαπραγματεύονται το όριο της περιβολής και της επαφής. Η σχέση των εννοιών της πλαισίωσης και της έδρασης με την αρχιτεκτονική έρευνα και την συνθετική διαδικασία είναι άμεση, αφού η αρχιτεκτονική είναι εξορισμού o τομέας που ασχολείται με την ανάλυση, την οργάνωση και την παραγωγή χώρου. Στόχος της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι ο ορισμός της ερμηνείας των δυο εννοιών, καθώς και ο εντοπισμός της μεταξύ τους σχέσης. Λόγω της πολύπλευρής τους σημασίας, καταγράφονται θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για αυτές σε διαφόρους τομείς κατά τη διάρκεια των αιώνων. Καθώς παρατηρήθηκε πως υπάρχει μια ασύνδετη συνάφεια μέσω της παρουσίας διαφόρων κοινών χαρακτηριστικών σε αυτούς τους δυο όρους, επιδιώχτηκε η εξέταση των δύο εννοιών για την καλύτερη και πιο επακριβή απόδοση τους. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα αρχείο, ένα λεξικό των δυο εννοιών, το οποίο επιχειρεί την παράθεση, την ομαδοποίηση και τον συσχετισμό των πληροφοριών και παράλληλα την συναγωγή συμπερασμάτων μέσω μίας λογικής αφήγησης. Η έρευνα αποσκοπεί στην κατανόηση των λόγων του μετασχηματισμού των δυο εννοιών και κατ’ επέκταση του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος προσεγγίζει το χώρο.