Το παρόν ερευνητικό ασχολείται με τα υλικά και τις τεχνικές αποκατάστασης κτιρίων από φέρουσα τοιχοποιία. Οποιαδήποτε επέμβαση στα κτίρια της πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς οφείλει να υπακούει στις διεθνείς συμβάσεις και διακηρύξεις, και να σέβεται και να αναδεικνύει τα ιδιαίτερα μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των κτιρίων. Η μελέτη της παθολογίας και η επιλογή κατάλληλων μεθόδων και συμβατών υλικών έχουν καθοριστική σημασία στην επιτυχή αποκατάσταση μιας κατασκευής, και κατ’ επέκταση την επανένταξή της στον αστικό ιστό. Ανάλογα με την κατάσταση και τις βλάβες που υπέστη το κάθε κτίριο, και με βάση τη Μελέτη Επέμβασης, επιλέγονται οι μέθοδοι αποκατάστασης για κάθε στοιχείο του κτιρίου ξεχωριστά, αφαιρώντας αρχικά τις μεταγενέστερες προσθήκες που αλλοιώνουν την μορφή του. Εξετάζονται και συντηρούνται βήμα βήμα όλα τα στοιχεία της κατασκευής, ξεκινώντας από τα φέροντα στοιχεία, έπειτα τα φερόμενα στοιχεία και καταλήγοντας στην επίχριση και τον χρωματισμό του κτιρίου. Η επέμβαση γίνεται με σύγχρονες μεθόδους, υλικά αλλά και προδιαγραφές, σε συνεργασία με τα παραδοσιακά υλικά και τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του κτιρίου. Ως παράδειγμα παρουσιάζεται ο Παλιός Σιδηροδρομικός Σταθμός της Λάρισας. Σήμερα παραμένει αναξιοποίητο όλο το συγκρότημα του Θεσσαλικού Σταθμού στη Λάρισα, σε αντίθεση με το αντίστοιχο συγκρότημα στο Βόλο που έχει αποκατασταθεί και λειτουργεί κανονικά. Το κτίριο του Σταθμού της Λάρισας υπέστη σοβαρές καταστροφές, κυρίως στη φέρουσα λιθοδομή και τη στέγη, με αποκορύφωμα την καθαίρεση του ορόφου του, και σήμερα έχει αλλοιωθεί σημαντικά η μορφολογία του. Προτείνεται λοιπόν η αποκατάσταση του Σταθμού και η μετατροπή του σε «Μουσείο του εαυτού του», προβάλλοντας τη σύνδεσή του με τον τόπο αλλά και την ιστορία του, συνδέοντας παράλληλα το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον.