Τα μουσεία, με τις συνεχείς εναλλασσόμενες κοινωνικο-πολιτικές ανάγκες, εξελίσσονται και μετατρέπονται ολοένα και περισσότερο από εκπαιδευτικά κέντρα, σε χώρους πολυδιάστατων εμπειριών. Η ερευνητική αυτή εργασία επιχειρεί να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο η αρχιτεκτονική επηρεάζει το μουσειακό βίωμα. Θα υποστηρίξουμε ότι οι χωρικές ιδιότητες ενός κτιρίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αναδείξουν τα εκθέματα και να κατασκευάσουν την επιθυμητή εμπειρία. Επιπλέον θα επιχειρήσουμε να δείξουμε πώς η αρχιτεκτονική επηρεάζει τη μουσειακή εμπειρία μέσα από τον τρόπο που το κτίριο οργανώνει το χώρο, επιτρέπει ή παρεμποδίζει κινήσεις και θεάσεις και κατασκευάζει ένα σύνολο σχέσεων μεταξύ των εκθεσιακών χώρων, των εκθεμάτων αλλά και των ίδιων των επισκεπτών.
Αν εξετάσουμε την αρχιτεκτονική βιβλιογραφία, θα διαπιστώσουμε ότι η έμφαση δίνεται κυρίως στην οπτική μορφή και το κέλυφος των κτιρίων, και όχι τόσο στα χωρικά τους ζητήματα ή τα αποτελέσματα που φέρουν στους επισκέπτες. Έτσι, βασιζόμενοι κυρίως στη μουσειακή βιβλιογραφία, η οποία προτείνει θεωρίες σχετικά με την εμπειρία της επίσκεψης, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε κατά πόσο ο ρόλος του χώρου σε μια έκθεση μπορεί να επεκταθεί πέρα από την αναπαράσταση της οργάνωσης της γνώσης και να συμβάλλει στη δημιουργία ανεξάρτητων αποτελεσμάτων ως μήνυμα αυτό καθ’ αυτό.
Το μουσειακό βίωμα βρίσκεται πάντα σε συνάρτηση με τον κοινωνικό παράγοντα, την περιπατική διαδικασία και τις επιμέρους θεάσεις, στοιχεία που θα αναλυθούν και θα αναδείξουν πως κάθε μουσείο τα χρησιμοποιεί διαφορετικά ανάλογα με τη συνολική εμπειρία που θέλει να προσδώσει στον επισκέπτη.
Καταλήγοντας, προκειμένου να κατανοηθούν περαιτέρω τα παραπάνω, θα εξετασθούν και θα συγκριθούν δύο διαφορετικές περιπτώσεις μουσείων, αυτό της Tate Modern στο Λονδίνο, και του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη.