Η παρούσα ερευνητική εργασία πραγματεύεται το φαινόμενο μετασχηματισμού της παραλίας της Σπιάτζας, στο νομό Ηλείας, εξετάζοντας παράλληλα τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του φυσικού και του τεχνητού περιβάλλοντος. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια λωρίδα «κτισμένης» παραλίας όπου κανείς μπορεί να συναντήσει δεκάδες μισογκρεμισμένα και κατεστραμμένα από τη θάλασσα πρώην παραθεριστικά καταλύματα, τα οποία δημιουργούν ένα μοναδικό σκηνικό σε συνδυασμό με το φυσικό τοπίο που τα περιβάλλει.
Η παράκτια ζώνη του νομού Ηλείας κυρίως από το Κατάκολο και για περίπου 20 χιλιόμετρα νοτιότερα αποτελεί από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αυθαίρετης δόμησης για την κατασκευή παραθεριστικών καταλυμάτων στην Ελλάδα, με την αυθαίρετη εγκατάσταση στην περιοχή να έχει τη δική της ιστορία. Η εγκατάσταση αυτή ξεκίνησε δειλά δειλά και έχοντας προσωρινό χαρακτήρα. Οι παραθεριστές, κάτοικοι της περιοχής, χρησιμοποιώντας υλικά ευτελή και με περιορισμένη διάρκεια ζωής κατασκεύαζαν καλύβες, οι οποίες στήνονταν στην αρχή του καλοκαιριού και ξεστήνονταν στο τέλος των διακοπών. Σιγά σιγά όμως, με το πέρας του χρόνου τα ευτελή και ελαφριά υλικά αντικαταστάθηκαν από ανθεκτικότερα προσδίδοντας στις κατασκευές έναν μονιμότερο και άφθαρτο, από το χρόνο και τη φύση, χαρακτήρα.
Εντούτοις, ο κύκλος ζωής που κάποτε χαρακτήριζε τα προσωρινά καταλύματα, χαρακτηρίζει τώρα τα μόνιμα κτίσματα της παραλίας. Χρόνο με το χρόνο, η θέση της ακτογραμμής μεταβάλλεται διαρκώς και η θάλασσα «βαίνει» έξω, τείνοντας να καταλάβει την αμμώδη παραλία. Πολλά παραθεριστικά καταλύματα έχουν καταστραφεί, ενώ πολλά κινδυνεύουν να αφανιστούν στο άμεσο μέλλον, αφού η φύση φαίνεται πως αντιστέκεται στην άστοχη ανθρώπινη παρέμβαση. Τα υλικά που άλλοτε θεωρούνταν ανθεκτικά, φθείρονται και καταστρέφονται, όντας αδύναμα να επιβιώσουν μπροστά στις δυνάμεις της φύσης.
Η θέαση αυτών των «σύγχρονων ερειπίων» γοητεύει τον περιηγητή της παραλίας και του προκαλεί συναισθήματα δέους, ενώ η δύναμη της φύσης ενάντια στις αυθαίρετες εγκαταστάσεις των παραθεριστών και η προσπάθεια της να επανέλθει στην αρχική της μορφή, μέσω της αποκάθαρσής της από τις υλικές παρεμβάσεις, οδηγούν σε μια σειρά ερωτημάτων τα οποία θα επιχειρηθούν να διερευνηθούν στα πλαίσια αυτής της εργασίας.
Η έρευνα διεξάγεται παράλληλα σε δύο ταχύτητες και δύο κλίμακες παρατήρησης που μας μετατοπίζουν από την ακτογραμμή, στην ακτή, στην παραλία και στα ξεχωριστά κελύφη που βρίσκονται πάνω στην άμμο, με καθέναν από τους τόπους αυτούς να αναδύουν διαφορετικά ζητήματα για μελέτη. Το βλέμμα μετατοπίζεται από την αφ’ υψηλού θέαση μέσω της χρήσης του δορυφόρου, στη θέαση από μέσα με βιωματικό τρόπο, καθώς και στη μεταξύ τους σχέση, μελετώντας την ίδια συνθήκη με δύο διαφορετικούς τρόπους, αυτή της επικράτησης του φυσικού στοιχείου έναντι του τεχνητού, ενώ συγχρόνως αναπτύσσονται διάλογοι ανάμεσα στην τέχνη και την αρχιτεκτονική.
Διεξάγεται έρευνα σχετικά με την ιστορία της παραλίας της Σπιάτζας και τους λόγους που οδήγησαν στην κατάληψη της παραλίας από ευτελείς καλύβες σε μονιμότερες κατασκευές, ενώ παράλληλα διεξάγεται επιτόπια έρευνα στην παραλία, αποτυπώνοντας σε ένα πλέγμα μετατοπίσεων και παραπομπών, στοχασμούς σχετικά με τη φύση, το τοπίο, τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του φυσικού και του τεχνητού, αλλά και την έννοια του χτισίματος, της αυθαίρετης δόμησης και του ερειπίου. Το εμπειρικό υλικό το προσφέρουν τα κουφάρια κτιρίων που βρίσκονται στην άμμο, τα οποία δημιουργούν ένα δυναμικό σκηνικό πάνω στο αμμώδες τοπίο της παραλίας της Σπιάτζας.