Η ερευνητική εργασία «η επιδερμίδα της πόλης που μιλάει», προσεγγίζει την έννοια του γκράφιτι και την σταδιακή εξέλιξή του σε ένα κοινωνικό φαινόμενο. Αρχικά, σε μια ιστορική αναδρομή εντοπίζονται οι πρώτες ενδείξεις αυτού, στους δρόμους της Νέας Υόρκης, η μεταβολή του και η ραγδαία εξάπλωση σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρόκειται για ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που απασχόλησε κοινωνιολόγους, οικονομολόγους και μελετητές από πολλούς επιστημονικούς κλάδους, και δίχασε το κοινωνικό σύνολο ως μέρος του δημόσιου χώρου. Από τις πρώτες κακοσχεδιασμένες και πρόχειρες υπογραφές, μέχρι τις πιο πρόσφατες εντυπωσιακές και προσεγμένες τοιχογραφίες, θίγει σημαντικά κοινωνικά ζητήματα της καθημερινότητας των πόλεων και αποτελούν βασικό μέσο επικοινωνίας και έκφρασης. Η συνεχής ανάπτυξη του γκράφιτι σταδιακά οδηγεί στην εμπορευματοποίησή του καθώς εισέρχεται στις αίθουσες των γκαλερί και τον κόσμο της υψηλής κοινωνίας. Οι καλλιτέχνες γίνονται γνωστοί στο ευρύτερο κοινό και ασκούνε την επιρροή τους ακόμα και στα μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο η παρούσα μελέτη εστιάζει στην κοινωνική προέκταση του γκράφιτι, η οποία λαμβάνει διαστάσεις αντιστασιακού κινήματος σε πολλές χώρες και χρησιμοποιείται από τις αδύναμες ομάδες ως μέσω διεκδίκησης των δικαιωμάτων απέναντι σε βίαιες συμπεριφορές. Προσφέρεται η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας, μαζικού συντονισμού και εναντίωσης στις πολιτικές επιβολές της εκάστοτε εξουσίας που προσπαθεί να επιβληθεί και χρησιμοποιείται τελικά ως ένα βασικό όπλο επανάστασης.