Η διπλωματική αυτή εργασία βασικό στόχο έχει τον επαναπροσδιορισμό τόσο της κατοίκησης όσο και της εργασίας, μέσα σε ένα συρρικνούμενο αστικό περιβάλλον. Η δομή της είναι τριμερής και αποτελείται από μια αρχική ερευνητική υπόθεση, την ανάλυση δεδομένων για την καλύτερη κατανόηση της σύγχρονης αστικής συνθήκης και την τελική σχεδιαστική πρόταση.
Η ερευνητική υπόθεση, η οποία εξάγεται από το παράδειγμα της Αθήνας,συνοψίζεται στην αναγωγή του μοτίβου ‘αύξηση – συρρίκνωση’ , ως τη διαδικασία εκείνη που χαρακτηρίζει τη χρονική συνέχεια μιας πόλης. Στη σύγχρονη εκδοχή παρατηρείται ένα προγραμματικό ‘ξεφούσκωμα’ το οποίο και αποτυπώνεται μέσω επιτόπιας καταγραφής αλλά και συλλογής επίσημων στατιστικών δεδομένων. Η εικόνα, λοιπόν, που προκύπτει για την Αθήνα από τα παραπάνω δεδομένα, είναι μιας πόλης με διεσπαρμένη κενότητα, και με έντονη μεταβολή των βασικών χαρακτηριστικών που προσδιόριζαν μέχρι τώρα τόσο την εργασία όσο και την κατοικία. Ως εκ τούτου η πρόταση που παρουσιάζεται έχει ως αφετηρία αυτό το κτηριακό απόθεμα και προτείνει το σχεδιασμό ενός νέου είδους κατοίκησης με έμφαση στην προσωρινότητα και εργασίας με έμφαση στην ανασφάλεια, που τοποθετούνται στην κατώτερη ζώνη της ελληνική πολυκατοικίας [ισόγειο, πρώτος, δεύτερος], η οποία και αποτελεί ήδη τη χωρική μεταφορά αυτού του προγράμματος [κατοικία-εργασία].
Κατά τον επαναπροσδιορισμό, λοιπόν, του κατώτερου αυτού κομματιού των πολυκατοικιών δημιουργείται μια ζώνη με έντονο porosityπου σπάει τον συμπαγή χαρακτήρα της πολυκατοικίας και δημιουργεί ένα διάτρητο κομμάτι μεταξύ της συμπαγούς πάνω ζώνης και του αστικού εδάφους, που στην επανάληψή του λειτουργεί ως ένας αστικός αρμός για την πόλη.