Η μελέτη αυτή άντλησε αρχικές αφορμές σκέψης από την θεατρικότητα που χαρακτηρίζει κάθε μορφή δημόσιας έκφρασης, σε συνδυασμό με μία προπαγανδιστικού τύπου διαδικτυακή εκφραστική δραστηριότητα. Από τις πρωτόγονες μορφές των κοινωνιών εώς τις πιο περίπλοκες, η θρησκεία, τα ήθη, οι κοινωνικοί δεσμοί και αργότερα η εξέλιξη των επιστημών, της λογοτεχνίας και των τεχνών αποτελούσαν το μέσο της εκφραστικής επιθυμίας. Μέσα στο πλαίσιο της τεχνολογικής μας παιδείας, η έκφραση μέσω του διαδικτύου γίνεται η πιο υψηλή έκφραση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο διάλογος αποτελεί βασικό παράγοντα πολιτικής δράσης. Το ενδιαφέρον μας, λοιπόν, εστιάζεται στη διαδικτυακή αλληλεπίδραση που δημιουργεί απρόβλεπτες σχέσεις κοινού και δρώντων προσώπων.
Πιο συγκεκριμένα, θα ασχοληθούμε με το τρολάρισμα [trolling], μια επικοινωνιακή πρακτική που απέκτησε τη σημερινή του υπόσταση στο διαδίκτυο κάτω από ορισμένες συνθήκες οι οποίες κατέστησαν την ανάπτυξή του ευκολότερη. Η ανωνυμία, η έλλειψη διαδικτυακών αναστολών και η εντύπωση πως ό,τι συμβαίνει στο διαδίκτυο δεν αποτελεί κομμάτι της πραγματικότητας έδωσαν στο τρολάρισμα την αρχική ώθηση να διαδοθεί ως φαινόμενο και να γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της σημερινής διαδικτυακής κοινότητας.
Αυτό που επιχειρείται εδώ είναι η επαναξιολόγηση του τρολαρίσματος με μια γνώση των συνθηκών και των περιστάσεων υπό τις οποίες γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και άλλαξε μορφή. Έτσι, το επανεξετάζουμε υπό κάποιες από τις μεταμφιέσεις -εκφράσεις- του ως «πρόκληση», ως «παιχνίδι ρόλων», ως «αρχέτυπο του κωμικού», ως «επίθεση στην κυριολεξία», ως «θόρυβος», ως «παράσιτο» και ως «ανοησία». Με τον τρόπο αυτό, χτίζουμε έναν σημασιολογικό-καταγωγικό χάρτη που αναλαμβάνει να συγκρίνει, να καταχωρήσει, να καταμετρήσει κάθε πληροφορία που εισέρχεται στον νου διαισθητικά. Θεωρούμε, λοιπόν, οτι έχουμε να κάνουμε με μια τακτική επικοινωνίας που αντιτίθενται στις διαδεδομένες επιχειρηματολογίες ή καταστάσεις της εκάστοτε εποχής προκαλώντας το χάος.