Η έννοια της αναμονής συστήνει μία κατάσταση η οποία υφίσταται χωρικά, καταναλώνεται χρονικά και βιώνεται συναισθηματικά. Είναι δηλαδή συνθήκη που ενεργοποιεί συσχετισμούς μεταξύ τριών θεμελιωδών «οντοτήτων», του χώρου, του χρόνου και του πλήθους –τριών διαστάσεων με ρευστά όρια που προσεγγίζονται ξεχωριστά, σε μία προσπάθεια αποσαφήνισής τους.
Έτσι, μελετάται ο φυσικός χώρος της αναμονής ως συλλογικός τόπος που χαρακτηρίζεται από το δίπολο στάσης και ροής και ως μετάβαση που εκκρεμεί μεταξύ βεβαιοτήτων και κυρίαρχων ταυτοτήτων, ενώ γίνεται αναφορά και στον άυλο χώρο που μπορεί να γεννήσει ή να φιλοξενήσει αναμονή.
Με αφορμή το ταυτόσημο της αναμονής με την πάροδο του χρόνου, προσεγγίζονται θεωρίες σχετικές με τη φιλοσοφική διάσταση του χρόνου και ερευνάται ο ρόλος του ως γενεσιουργού δύναμης καταστάσεων απραξίας και ακηδίας.
Αναμονή δεν υφίσταται, αν δεν υπάρξει πριν κάποιος να περιμένει. Το πλήθος εισάγεται ως το τρίτο συστατικό της κατάστασης του αναμένειν και εξετάζεται στο κοινωνικό πλαίσιο των μεταβατικών χρόνων, με τη γραμμική παράταξη του εν αναμονή πλήθους -την ουρά- να ανάγεται στη βάση αυτής της τοποθέτησης.
Σε κάθε περίπτωση, η αναμονή παράγει καταστάσεις. Καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται σώματα και ενεργοποιούνται σχέσεις και σκέψεις ανθρώπινες. Το στοιχείο αυτό θα αποτελέσει το ενδιαφέρον της ερευνητικής εργασίας, σε μία προσπάθεια συλλογής στιγμιότυπων της αναμονής που αφορούν στην υλική και την άυλη εκδοχή της.
Ουσιαστικά, μέσα από τη λογική του καταλόγου, επιχειρείται μία προσέγγιση συσσωρευτική των συμβάντων αναμονής και αναλυτική ως προς τα συστατικά τους, με πρόθεση τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας ως πεδίου δράσεων και συνυπάρξεων.
Η πολυσημία που εμφανίζεται ως σταθερά στη δομή της ερευνητικής εργασίας επιτρέπει την πιθανότητα επαναπροσδιορισμού των εννοιών που έχουν χρησιμοποιηθεί και των εννοιολογικών δέντρων που τις περιγράφουν.