«Ο κινηματογράφος είναι μια εφεύρεση αστική. Γεννήθηκε στις γειτονιές της Λυών και έκανε την επίσημη πρεμιέρα του στα Βουλεβάρτα του Παρισιού. Με την ταχύτατη εξάπλωσή του «τρύπωσε» σε όλες τις πρωτεύουσες.»
Ο F. Beguin, στο άρθρο του “Comment le cinema a su habiter la ville” (Πώς ο κινηματογράφος έδωσε ζωή στην πόλη) υποστηρίζει την ιδέα μιας σχέσης όπου ο κινηματογράφος ενσωματώνεται στη ζωή μιας πόλης, και προσαρμόζεται σε μια εξαιρετική ποικιλία χωρικών, κοινωνικών και τεχνικών καταστάσεων. Οι κινηματογραφικές αίθουσες κατανοούνται σαν ένα τμήμα της διάρθρωσης του αστικού συνόλου, τόσο στο επίπεδο της συνοικίας όσο και στο επίπεδο της πόλης στο σύνολό της. Έτσι, και η ανάπτυξη του κινηματογράφου στην Αθήνα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το σχηματισμό και την ανάπτυξη της νέας πόλης. Η δομή και η γεωγραφική διασπορά του μέσου ακολουθεί μια πορεία παράλληλη με την εξέλιξη του αστικού σχεδιασμού της πόλης.
Οι θερινοί κινηματογράφοι εμφανίστηκαν πρώτη φορά στην Αθήνα, ως μια θερινή ατραξιόν, το 1910, συνδυάζοντας το θέαμα με το ποτό. Ως πρώτος θερινός αναφέρεται μια μάντρα στο Σύνταγμα, που είχε για προβολατζήδες δύο Γάλλους της εταιρίας «Pathé». Την περίοδο του 1950-1960 («χρυσή» εποχή του ελληνικού κινηματογράφου), ο θερινός κινηματογράφος έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους τρόπους διασκέδασης για τους κατοίκους της Αθήνας. Καθιερώθηκε ως ένας εναλλακτικός, τοπικός και φθηνός τρόπος ψυχαγωγίας. Δυστυχώς, από το 1970, με την εισβολή της τηλεόρασης και του video, το μέτρο της αντιπαροχής, η συνεχώς αυξανόμενη αξία της γης στο λεκανοπέδιο, καθώς και η έλλειψη συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής, άρχισε η γρήγορη παρακμή του μέσου, με αποτέλεσμα σήμερα, ελάχιστοι θερινοί κινηματογράφοι να έχουν επιβιώσει.
Η παρούσα ερευνητική εργασία τοποθετείται στη σύγχρονη πόλη και εξετάζει τις παραμέτρους εκείνες που σχηματίζουν την αστική πραγματικότητα, εστιάζοντας κυρίως στη δημόσια όψη της. Μέσα από εκτενή έρευνα, γίνεται μια προσπάθεια σχηματισμού μιας νέας δομής, ενός νέου μοντέλου υποδομών που εγκαθίσταται στους «αρνητικούς» χώρους της πόλης, καταλαμβάνοντας τα αστικά κενά της. Μέσα από τη δράση του, μετουσιώνει τα στοιχεία αυτά σε μια νέα ταυτότητα που αποδίδει πίσω στο περιβάλλον, αυτή τη φορά με θετικό πρόσημο, μετασχηματίζοντας υπολειμματικούς χώρους της πόλης σε δυναμικούς τόπους.
Επιζητούμε την επανοικιοποίηση ξεχασμένων χώρων μέσα στην πόλη, με νέους όρους, μέσα από τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμικού δικτύου. Πώς οι θερινοί κινηματογράφοι μπορούν να δώσουν το έναυσμα για μια νέα αστικότητα; Τι θα συμβεί αν ο θερινός κινηματογράφος ως μέσο ψυχαγωγίας γίνει ξανά, με νέους όρους, ένας νέος πυρήνας συγκέντρωσης και παραγωγής αστικών συμβάντων σε περιοχές με μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού και έντονες κοινωνικές αντιθέσεις; Ως περιοχές ενδιαφέροντος επιλέχθηκαν η Κυψέλη, τα Πατήσια και τα Εξάρχεια, λόγω των κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων που εμφανίζουν, την μικρή απόστασή τους από το κέντρο, την μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα, καθώς και τον μεγάλο αριθμό χειμερινών και θερινών κινηματογράφων που υπήρχαν την περίοδο 1950-1960, σε σχέση με άλλα προάστια της Αθήνας.